
Ιστορικό
Πολωνική εταιρία σκοπεύει να ασκήσει δραστηριότητα συνιστάμενη στην εγκατάσταση και λειτουργία δημόσια προσβάσιμων σταθμών επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων. Οι σταθμοί αυτοί είναι εξοπλισμένοι με φορτιστές που αποκαλούνται «πολυμορφικοί», και οι οποίοι διαθέτουν συνδέσμους τόσο ταχείας φορτίσεως συνεχούς ρεύματος όσο και βραδείας φορτίσεως εναλλασσόμενου ρεύματος. Η κανονική διάρκεια επαναφορτίσεως ηλεκτρικού οχήματος στο 80 % της χωρητικότητας της μπαταρίας με τη χρήση συνδέσμων ταχείας φορτίσεως θα ήταν περίπου 20 έως 30 λεπτά. Η διάρκεια επαναφορτίσεως οχήματος με τη χρήση συνδέσμων βραδείας φορτίσεως ανέρχεται σε περίπου 4 έως 6 ώρες.
Η τιμή που χρεώνεται η εταιρία στους χρήστες εξαρτάται, μεταξύ άλλων, από τη διάρκεια της επαναφορτίσεως, εκφραζόμενη σε ώρες για τους συνδέσμους βραδείας φορτίσεως ή σε λεπτά για τους συνδέσμους ταχείας φορτίσεως, καθώς και από τον τύπο συνδέσμου που επιλέγει ο ενδιαφερόμενος χρήστης. Οι πληρωμές μπορούν να πραγματοποιούνται μετά από κάθε συνεδρία επαναφορτίσεως ή στο τέλος μιας συμφωνηθείσας περιόδου τιμολογήσεως, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα εφαρμογής ενός συστήματος που επιτρέπει την αγορά πιστωτικών μονάδων οι οποίες αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την επαναφόρτιση του οικείου ηλεκτρικού οχήματος.
Η υπηρεσία που παρέχεται σε κάθε συνεδρία επαναφορτίσεως δύναται, καταρχήν, να περιλαμβάνει, ανάλογα με τις ανάγκες του ενδιαφερόμενου χρήστη, τις πράξεις που συνίστανται:
– στην παροχή εξοπλισμού επαναφορτίσεως, συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος,
– στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για την μπαταρία του εν λόγω οχήματος,
– στην αναγκαία τεχνική βοήθεια.
Η Πολωνική εταιρία σκόπευε επίσης να δημιουργήσει ειδική πλατφόρμα, ιστότοπο ή εφαρμογή πληροφορικής, οι οποίες θα παρείχαν στον οικείο χρήστη τη δυνατότητα να κάνει κράτηση συγκεκριμένου συνδέσμου και να παρακολουθεί το ιστορικό των πραγματοποιούμενων συναλλαγών και πληρωμών.
Για το σύνολο των υπηρεσιών αυτών, η εταιρία επρόκειτο να χρεώνει ενιαίο τίμημα.
Η εταιρία ζήτησε από τη φορολογική αρχή την έκδοση ερμηνευτικής φορολογικής αποφάσεως με την οποία θα βεβαιωνόταν ότι η σχεδιαζόμενη δραστηριότητα συνίστατο σε «παροχή υπηρεσιών», κατά την έννοια του άρθρου 8 του νόμου περί ΦΠΑ.
Με τη φορολογική ερμηνευτική απόφαση, η φορολογική αρχή έκρινε ότι η παροχή ηλεκτρικής ενέργειας που είναι αναγκαία για την επαναφόρτιση ηλεκτρικού οχήματος έπρεπε να θεωρηθεί ως η κύρια παροχή, ενώ οι λοιπές υπηρεσίες που προσέφερε η εταιρία έπρεπε να θεωρηθούν ως παρεπόμενες. Επομένως, κατά την εν λόγω φορολογική ερμηνευτική απόφαση, η διάθεση από την εταιρία εξοπλισμού που καθιστά δυνατή την ταχεία επαναφόρτιση των ηλεκτρικών οχημάτων δεν έπρεπε να θεωρηθεί ως το κυρίαρχο στοιχείο της οικείας πράξεως και η φόρτιση του οχήματος δεν ήταν δευτερεύουσας σημασίας.
Η προσφυγή και το προδικαστικό ερώτημα
Ακολούθως μετά από προσφυγή της εταιρίας, το Πολωνικό πρωτοδικείο ακύρωσε την ερμηνευτική απόφαση τη φορολογική διοίκησης . Κατά το δικαστήριο, η κύρια πρόθεση των χρηστών των σταθμών φορτίσεως είναι να χρησιμοποιήσουν εξοπλισμό ο οποίος τους παρέχει τη δυνατότητα να επαναφορτίσουν το όχημά τους κατά τρόπο ταχύ και αποτελεσματικό. Επομένως, από την οπτική γωνία του οικείου χρήστη, η κύρια παροχή συνίσταται στην πρόσβαση σε σταθμό επαναφορτίσεως, καθώς και στην αναγκαία ενσωμάτωση φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος. Σκοπός μιας τέτοιας πράξεως δεν είναι η προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά η διάθεση στους οικείους χρήστες του πολύπλοκου εξοπλισμού επαναφορτίσεως με τον οποίο είναι εξοπλισμένοι οι επίμαχοι σταθμοί.
Κατά το δικαστήριο, αφενός, αν οι οικείοι χρήστες επιδίωκαν απλώς και μόνον την αγορά ηλεκτρικής ενέργειας για τα ηλεκτρικά οχήματά τους, θα χρησιμοποιούσαν το οικιακό τους δίκτυο ή το δίκτυο του τόπου εργασίας τους και όχι τους δημόσιους σταθμούς επαναφορτίσεως. Κατά το ίδιο δικαστήριο, οι οικείοι χρήστες επιλέγουν να χρησιμοποιούν τους προαναφερθέντες σταθμούς αποκλειστικώς και μόνο λόγω των πολυμορφικών συνδέσμων που διαθέτουν, οι οποίοι καθιστούν δυνατή την ταχύτερη και αποτελεσματικότερη επαναφόρτιση των μπαταριών ηλεκτρικών οχημάτων. Αφετέρου, το τίμημα δεν υπολογίζεται σε συνάρτηση με την καταναλωθείσα ενέργεια. Υπό τις συνθήκες αυτές, η ελκυστικότητα της διαθέσεως στο κοινό σταθμών επαναφορτίσεως των ηλεκτρικών οχημάτων οφείλεται κυρίως στον χρόνο επαναφορτίσεως και όχι στην πρόσβαση στην ηλεκτρική ενέργεια αυτή καθεαυτήν.
Κατά το ανωτέρω δικαστήριο, η παροχή υπηρεσιών εκ μέρους της εταιρία είναι διαφορετική από εκείνη των πρατηρίων που προσφέρουν παραδοσιακά καύσιμα, δεδομένου ότι δεν δίνει έμφαση στο είδος ή την ποιότητα των καυσίμων, τα οποία είναι πανομοιότυπα σε κάθε προμηθευτή, αλλά στην ταχύτητα και στην αποτελεσματικότητα της επαναφορτίσεως, η οποία εξαρτάται από τα χαρακτηριστικά του εξοπλισμού που διατίθεται στους οικείους χρήστες.
Η υπόθεση κατέληξε στο Ανώτατο δικαστήριο της Πολωνίας το οποίο αποφάσισε να υποβάλει στο Δικαστήριο της Ε.Ε. το εξής προδικαστικό ερώτημα:
«Αποτελεί η σύνθετη παροχή προς τους χρήστες σε σημεία επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων, η οποία περιλαμβάνει:
α) την παροχή εξοπλισμού επαναφόρτισης (συμπεριλαμβανομένης της ενσωμάτωσης του φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος),
β) τη διασφάλιση της κυκλοφορίας του ηλεκτρικού ρεύματος με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του ηλεκτρικού οχήματος,
γ) την αναγκαία τεχνική υποστήριξη για τα οχήματα των χρηστών,
δ) την παροχή στους χρήστες ειδικής πλατφόρμας, ιστοτόπου ή εφαρμογής για την κράτηση συγκεκριμένου συνδέσμου, την παρακολούθηση του ιστορικού συναλλαγών και πληρωμών, καθώς και της δυνατότητας χρήσης ψηφιακού πορτοφολιού για την καταβολή των ποσών που οφείλονται για μεμονωμένες επαναφορτίσεις,
“παράδοση αγαθών” κατά την έννοια του άρθρου 14, παράγραφος 1, της οδηγίας [2006/112] ή “παροχή υπηρεσιών” κατά την έννοια του άρθρου 24, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας;»
Το Δικαστήριο της Ε.Ε. έκρινε με τα ακόλουθα βασικά σκεπτικά :
Επί του προδικαστικού ερωτήματος
Με το ερώτημά του, το αιτούν δικαστήριο ζητεί, κατ’ ουσίαν, να διευκρινιστεί αν η οδηγία 2006/112 έχει την έννοια ότι αποτελεί «παράδοση αγαθών», κατά άρθρο 14, παράγραφος 1, της οικείας οδηγίας, ή «παροχή υπηρεσιών», κατά το άρθρο 24, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, μια ενιαία και σύνθετη παροχή συνιστάμενη:
– στην πρόσβαση σε εξοπλισμό επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων (συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος),
– στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του οικείου οχήματος,
– στην αναγκαία τεχνική βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους χρήστες,
– στη διάθεση εφαρμογών πληροφορικής που επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο χρήστη να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου, να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράζει πιστωτικές μονάδες που αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι και προορίζονται για την πληρωμή των επαναφορτίσεων.
Επισημαίνεται ότι, όταν μια πράξη αποτελείται από δέσμη στοιχείων και πράξεων, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη όλες οι περιστάσεις υπό τις οποίες τελέστηκε η πράξη αυτή, προκειμένου να κριθεί, αφενός, εάν πρόκειται περί δύο ή περισσότερων χωριστών παροχών ή περί ενιαίας παροχής και, αφετέρου, εάν, στην τελευταία περίπτωση, η ενιαία αυτή παροχή πρέπει να χαρακτηριστεί ως «παράδοση αγαθών» ή «παροχή υπηρεσιών».
Ειδικότερα, μολονότι από το άρθρο 1, παράγραφος 2, δεύτερο εδάφιο, της οδηγίας 2006/112/EE προκύπτει ότι κάθε πράξη πρέπει κανονικά να θεωρείται χωριστή και ανεξάρτητη, η πράξη που, από οικονομικής απόψεως, συνίσταται σε μία μόνον παροχή δεν πρέπει να κατακερματίζεται τεχνητά, ώστε να μην αλλοιώνεται η λειτουργικότητα του συστήματος του ΦΠΑ. Συναφώς, κρίνεται ότι ενιαία παροχή υφίσταται όταν δύο ή περισσότερα στοιχεία ή ενέργειες του υποκειμένου στον φόρο με αποδέκτη τον πελάτη συνδέονται τόσο στενά μεταξύ τους ώστε αντικειμενικά να αποτελούν μία αδιάσπαστη οικονομική παροχή, της οποίας ο κατακερματισμός θα ήταν τεχνητός.
Επιπλέον, σε ορισμένες περιπτώσεις, περισσότερες, τυπικώς διακριτές, πράξεις, οι οποίες μπορούν να τελεστούν χωριστά και, ως εκ τούτου, να αποτελέσουν αντικείμενο αυτοτελούς φορολογήσεως ή απαλλαγής, πρέπει να λογίζονται ως ενιαία πράξη αν δεν είναι ανεξάρτητες.
Τούτο ισχύει ιδίως στην περίπτωση κατά την οποία ένα ή περισσότερα στοιχεία πρέπει να λογίζονται ότι συνιστούν την κύρια παροχή, ενώ, αντιστρόφως, άλλα στοιχεία πρέπει να λογίζονται ότι συνιστούν μία ή περισσότερες παρεπόμενες παροχές, οι οποίες, από πλευράς φορολογίας, ακολουθούν την τύχη της κύριας παροχής. Ειδικότερα, μια παροχή πρέπει να λογίζεται ως παρεπόμενη άλλης κύριας παροχής οσάκις δεν συνιστά αυτοσκοπό για τους πελάτες, αλλά το μέσο για να απολαύουν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες της κύριας υπηρεσίας του παρόχου.
Η υπόθεση της κύριας δίκης αφορά συνδυασμό πράξεων συνιστάμενων στην προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας για την επαναφόρτιση ηλεκτρικών οχημάτων και στην παροχή διαφόρων υπηρεσιών, όπως η ρύθμιση της προσβάσεως σε σημεία επαναφορτίσεως και η διευκόλυνση της χρήσεώς τους, η αναγκαία τεχνική βοήθεια και οι εφαρμογές πληροφορικής που καθιστούν δυνατή την κράτηση συνδέσμου, την παρακολούθηση των συναλλαγών και την πληρωμή τους. Το αιτούν δικαστήριο εκτιμά ότι η επίμαχη παράδοση και η επίμαχη παροχή αποτελούν ενιαία πράξη για τους σκοπούς του ΦΠΑ.
Όσον αφορά την έννοια της «παραδόσεως αγαθών», κατά την οδηγία 2006/112/ΕΚ, το άρθρο 14, παράγραφος 1, αυτής προβλέπει ότι θεωρείται ως μεταβίβαση του δικαιώματος να διαθέτει κάποιος, ως κύριος, ενσώματο αγαθό. Η έννοια αυτή περιλαμβάνει κάθε πράξη μεταβιβάσεως ενσώματου αγαθού από συμβαλλόμενο ο οποίος παρέχει στον αντισυμβαλλόμενό του την εξουσία να διαθέτει στην πράξη το εν λόγω αγαθό ως κύριος. Επιπλέον, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της ίδιας οδηγίας, η ηλεκτρική ενέργεια εξομοιώνεται με ενσώματο αγαθό.
Όσον αφορά την έννοια της «παροχής υπηρεσιών» κατά την οδηγία 2006/112/ΕΚ, από το άρθρο 24, παράγραφος 1, αυτής προκύπτει ότι η συγκεκριμένη έννοια καλύπτει κάθε πράξη η οποία δεν συνιστά «παράδοση αγαθών» κατά το άρθρο 14 της οδηγίας.
Προκειμένου να κριθεί αν μια ενιαία σύνθετη παροχή όπως η επίμαχη στην υπόθεση της κύριας δίκης πρέπει να χαρακτηριστεί ως «παράδοση αγαθών» ή ως «παροχή υπηρεσιών», κατά την έννοια της εν λόγω οδηγίας, πρέπει να ληφθούν υπόψη όλες οι συνθήκες υπό τις οποίες τελείται η οικεία πράξη, προκειμένου να αναζητηθούν τα χαρακτηριστικά στοιχεία της και να προσδιοριστούν τα κυρίαρχα στοιχεία της. Τα εν λόγω στοιχεία πρέπει να προσδιοριστούν με βάση την αντίληψη του μέσου χρήστη των σημείων επαναφορτίσεως και λαμβάνοντας υπόψη, στο πλαίσιο συνολικής εκτιμήσεως, την ποιοτική και όχι απλώς την ποσοτική σημασία των στοιχείων που προσιδιάζουν σε παροχή υπηρεσιών σε σχέση με τα στοιχεία που χαρακτηρίζουν την παράδοση αγαθών.
Επομένως, αφενός, η περιλαμβανόμενη στο άρθρο 4, παράγραφος 8, της οδηγίας 2014/94/ΕΕ αναφορά σε «υπηρεσίες επαναφόρτισης ηλεκτρικών οχημάτων» δεν προδικάζει τον χαρακτηρισμό της επίμαχης στην κύρια δίκη πράξεως ως «παραδόσεως αγαθών» ή «παροχής υπηρεσιών», κατά την έννοια της οδηγίας 2006/112/ΕΚ. Πράγματι, κατά το άρθρο 1 της οδηγίας 2014/94, αυτή έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό ελάχιστων απαιτήσεων για τη δημιουργία υποδομών εναλλακτικών καυσίμων, συμπεριλαμβανομένων των σημείων επαναφορτίσεως των ηλεκτρονικών οχημάτων. Επομένως, η προαναφερθείσα οδηγία δεν έχει ως αντικείμενο τη θέσπιση οποιουδήποτε κανόνα όσον αφορά την αντιμετώπιση του εναλλακτικού εφοδιασμού με καύσιμα από πλευράς ΦΠΑ.
Αφετέρου, δεδομένου ότι η διάθεση αγαθού στο εμπόριο συνοδεύεται πάντοτε από μια ελάχιστη παροχή υπηρεσιών, όπως η έκθεση των προϊόντων σε ράφια ή η παράδοση τιμολογίου, για τον υπολογισμό του μέρους που καταλαμβάνει η παροχή υπηρεσιών επί του συνόλου μιας σύνθετης πράξεως, η οποία περιλαμβάνει επίσης την παράδοση αγαθού, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη μόνον οι υπηρεσίες οι οποίες διακρίνονται εκείνων που συνοδεύουν κατ’ ανάγκην τη διάθεση ενός αγαθού στο εμπόριο.
Συναφώς, πρώτον, η πράξη που συνίσταται στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας η οποία προορίζεται για μπαταρία ηλεκτρικού οχήματος συνιστά παράδοση αγαθών, στο μέτρο που η πράξη αυτή παρέχει στον χρήστη του σταθμού επαναφορτίσεως το δικαίωμα να καταναλώσει, για την κίνηση του οχήματός του, τη μεταφερθείσα ηλεκτρική ενέργεια, η οποία, δυνάμει του άρθρου 15, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112/ΕΚ, εξομοιώνεται με ενσώματο αγαθό.
Δεύτερον, η εν λόγω τροφοδότηση της μπαταρίας ηλεκτρικού οχήματος με ηλεκτρική ενέργεια προϋποθέτει τη χρήση κατάλληλου εξοπλισμού επαναφορτίσεως, ο οποίος δύναται να περιλαμβάνει φορτιστή που ενσωματώνεται στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος. Κατά συνέπεια, η παροχή προσβάσεως στον εξοπλισμό αυτόν συνιστά ελάχιστη παροχή υπηρεσιών η οποία συνοδεύει κατ’ ανάγκην την προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας και, ως εκ τούτου, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψη για την εκτίμηση του μέρους που καταλαμβάνει η παροχή υπηρεσιών στο σύνολο μιας σύνθετης πράξεως η οποία περιλαμβάνει επίσης την εν λόγω προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Τρίτον, η τεχνική βοήθεια που ενδέχεται να είναι αναγκαία για τους οικείους χρήστες δεν συνιστά αυτοσκοπό, αλλά το μέσο για να προμηθευτούν υπό τις καλύτερες δυνατές συνθήκες την αναγκαία για την κίνηση του ηλεκτρικού οχήματος ηλεκτρική ενέργεια. Επομένως, αποτελεί παρεπόμενη παροχή σε σχέση με την εν λόγω προμήθεια ηλεκτρικής ενέργειας.
Το ίδιο ισχύει και στην περίπτωση της διαθέσεως εφαρμογών πληροφορικής που παρέχουν στον οικείο χρήστη τη δυνατότητα να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου, να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράσει πιστωτικές μονάδες για την πληρωμή των επαναφορτίσεων. Πράγματι, τέτοιες παροχές παρέχουν στον εν λόγω χρήστη ορισμένες πρόσθετες πρακτικές διευκολύνσεις οι οποίες έχουν ως μοναδικό σκοπό τη βελτίωση της μεταφοράς της ηλεκτρικής ενέργειας που είναι αναγκαία για την επαναφόρτιση του οχήματός του και την παροχή της δυνατότητας επισκοπήσεως των συναλλαγών που πραγματοποιήθηκαν στο παρελθόν.
Επομένως, καταρχήν, η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της ενιαίας και σύνθετης παροχής για την οποία το αιτούν δικαστήριο ζητεί από το Δικαστήριο διευκρινίσεις.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αναιρείται από το στοιχείο που επικαλείται το αιτούν δικαστήριο, κατά το οποίο, για τον υπολογισμό του ποσού που οφείλεται για την επαναφόρτιση ενός ηλεκτρικού οχήματος, δύναται να ληφθεί υπόψη όχι μόνον η ποσότητα της μεταφερθείσας ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και ένα τέλος για το χρονικό διάστημα σταθμεύσεως κατά τη διάρκεια της εν λόγω επαναφορτίσεως. Ειδικότερα, τούτο συνεπάγεται απλώς ότι η τιμή μονάδας του παραδιδόμενου αγαθού, ήτοι της ηλεκτρικής ενέργειας, αποτελείται όχι μόνον από το κόστος της ίδιας της ηλεκτρικής ενέργειας, αλλά και από τον χρόνο χρήσεως του εξοπλισμού που διατίθεται στους οικείους χρήστες.
Το συμπέρασμα που εκτέθηκε στην προ-προηγούμενη σκέψη (η μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας αποτελεί το χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της ενιαίας και σύνθετης παροχής) δεν αναιρείται ούτε όταν ο οικείος επιχειρηματίας υπολογίζει την τιμή με βάση μόνον τη διάρκεια της επαναφορτίσεως. Πράγματι, λαμβανομένου υπόψη ότι η ποσότητα της παραδοθείσας ηλεκτρικής ενέργειας εξαρτάται από τη μεταβιβαζόμενη ισχύ κατά τη διάρκεια της μεταφοράς, ο επίμαχος υπολογισμός αντικατοπτρίζει, και αυτός, την τιμή μονάδας της εν λόγω ηλεκτρικής ενέργειας.
Ομοίως, απλώς και μόνον το γεγονός ότι η τιμή μονάδας μιας ταχείας επαναφορτίσεως σε συνεχές ρεύμα είναι οριακά υψηλότερη από την τιμή μιας βραδείας επαναφορτίσεως σε εναλλασσόμενο ρεύμα δεν αρκεί για να αναχθεί, από τη σκοπιά του οικείου χρήστη, η ταχύτητα και η αποτελεσματικότητα της εν λόγω επαναφορτίσεως σε χαρακτηριστικό και κυρίαρχο στοιχείο της επίμαχης πράξεως.
Κατόπιν των ανωτέρω σκέψεων, στο υποβληθέν προδικαστικό ερώτημα πρέπει να δοθεί η απάντηση ότι:
Η οδηγία 2006/112/ΕΚ του Συμβουλίου, της 28ης Νοεμβρίου 2006, σχετικά με το κοινό σύστημα φόρου προστιθέμενης αξίας, όπως τροποποιήθηκε με την οδηγία 2009/162/ΕE του Συμβουλίου, της 22ας Δεκεμβρίου 2009,
έχει την έννοια ότι:
αποτελεί «παράδοση αγαθών», κατά το άρθρο 14, παράγραφος 1, της οδηγίας 2006/112, όπως τροποποιήθηκε, μια ενιαία και σύνθετη παροχή συνιστάμενη:
– στην πρόσβαση σε εξοπλισμό επαναφορτίσεως ηλεκτρικών οχημάτων (συμπεριλαμβανομένης της ενσωματώσεως φορτιστή στο λειτουργικό σύστημα του οχήματος),
– στη μεταφορά ηλεκτρικής ενέργειας με παραμέτρους κατάλληλες για τις μπαταρίες του οικείου οχήματος,
– στην αναγκαία τεχνική βοήθεια προς τους ενδιαφερόμενους χρήστες, και
– στη διάθεση εφαρμογών πληροφορικής που επιτρέπουν στον ενδιαφερόμενο χρήστη να κάνει κράτηση ενός συνδέσμου, να παρακολουθεί το ιστορικό των συναλλαγών και να αγοράζει πιστωτικές μονάδες που αποθηκεύονται σε ψηφιακό πορτοφόλι και προορίζονται για την πληρωμή των επαναφορτίσεων.