Επιχειρήσεις

Η γλυκιά όψη Άνδρου-Τήνου-Σύρου βρέθηκε εν πλω

Πολυκοσμία, οχλαγωγία, συζητήσεις για τα χωριά και τις παραλίες των νησιών με τους τόνους στα ονόματα τους να πηγαίνουν… περίπατο στην εποχή που η αμάθεια στολίζεται με υπερηφάνεια για να βγει στο επίπλαστο φως των stories και των posts.

Στο δρομολόγιο του πλοίου της γραμμής, της επιστροφής προς Ραφήνα τα τελευταία χρόνια, πολλά έχουν αλλάξει με τρόπο ενοχλητικό, αν όχι επικίνδυνο για την οργανική γλύκα των πιο κοντινών στην Αθήνα νησιών των Κυκλάδων. Μια γλύκα που ολοένα πνίγεται σε ένα πελαγομένο πλήθος που όσες φορές και αν τα επισκεφθεί δεν μπορεί να εντοπίσει και να γευτεί τα αληθινά τους συστατικά, την ουσία πίσω από τα όποια φωτογραφικά στιγμιότυπα, τις ακριβές ξαπλώστρες και τις πισίνες, το σούσι και τα τροπικά κοκτέιλ.

Και όμως, στο ίδιο ανυπόφορο πια δρομολόγιο προς αυτή την “κατεύθυνση”, η γλύκα είναι που τελικά κάνει την εμφάνιση της νοερά, σαν άλλη ευγενική, φερμένη από το πρόσφατο παρελθόν χειρονομία. Αρκεί μια ματιά στις διάφανες σακούλες των παραδοσιακών ζαχαροπλαστείων των νησιών. Οι περισσότερες μυρίζουν κάτι που θυμίζει βανίλια αντί για πλαστικό, φιλοξενούν ένα-δύο κουτιά ενώ κρατιούνται απαλά στα χέρια των επιβατών για να προσφέρουν μια αίσθηση γλυκιάς συνέχειας στην “επιστροφή” λίγο πριν ανοίξει η μπουκαπόρτα.

Βλέπουμε (σ)τα περιεχόμενα

Τα γλυκά των νησιών αυτών δεν γεμίζουν (ούτε τικάρουν) απλά ένα κουτί. Αντιθέτως είναι συνδεδεμένα με τις χαρές αλλά τις λύπες, τα γέλια και τους χορούς, αλλά και με τις στεναχώριες και την παρηγοριά, με τα πάνω και τα κάτω, με την ίδια τη ζωή.

Τήνος

Τα λεγόμενα ξεροτήγανα της Τήνου, κοινώς οι δίπλες έκαναν- και κάνουν σε περιπτώσεις – την εμφάνισή τους σε γάμους, βαφτίσεις αλλά και σε κηδείες. Τα παστελάκια περιμένουν τους νεόνυμφους μέσα σε μυρωδάτα λεμονόφυλλα ακριβώς έξω από την εκκλησία. Το “έλα να πιεις ένα νεράκι” στο νησιώτικο τηνιακό σπίτι συνοδεύεται από σπιτικό γλυκό του κουταλιού και ο ελληνικός καφές από μαλακά, ανάλαφρα λουκουμάκια.

Ενώ αντίστοιχα οι καλεσμένοι των σπιτιών αλλά και οι ταξιδιώτες επιστρέφουν σπίτι με γεμάτα χέρια, με ζαχαρόκουτα παραγεμισμένα με κεράσματα, με γλυκά λάφυρα σφραγισμένα με σελοτέιπ. Αμυγδαλωτά, φλωρεντίνες αλλά και σοκολατένιες πάστες από τον Χάλαρη, γλυκές τηνιακές τυρόπιτες, τούρτες και ταψάκια με σκεπαστή από τον Μεσκλιέ, τα αγαπημένα των παιδιών ποντικάκια και τα ταρτάκια με κρέμα και φρούτα από τα Νούφαρα.

Και κάπου εκεί είναι που τα σπιτικά συναντούν τα αγοραστά γλυκά μη χάνοντας την ουσία, την ανθρώπινη επαφή, το νοιάξιμο, το μοίρασμα, την πραγματική και όχι την εικονική ζωή.

Άνδρος

Αντίστοιχα στην Άνδρο τα ονόματα Ζαΐρης, Τζιώτης, Λάσκαρης, Λυγίζος, Καλλιβρούσης μετατρέπουν την ανδριώτικη ζαχαροπλαστική που εδραιώθηκε στο νησί στις αρχές του περασμένου αιώνα, σε ύλη. Με έναν γαστρονομικό πυρήνα που έχει ως φόντο του τον κεντρικό πεζόδρομο που διασχίζει τη Χώρα της Άνδρου.

Έναν γαστρονομικό πολιτισμό, που πέρα από τα καλιτσούνια, τα παστιτσάκια και τα κλασικά αμυγδαλωτά περικλείει έναν γλυκό πλούτο γεμάτο με γαλλικές επιρροές, πάστες και τούρτες, νουγκατίνες και μιλφέιγ, πουτίγκες και κουραμπιέδες που τρώγονται όλο το χρόνο.

Στην ζαχαροπλαστική της Άνδρου ανιχνεύεται η ιστορία αιώνων, οι ρίζες στην εποχή της Ενετοκρατίας, αλλά και ένα ευτυχές πάντρεμα της νησιώτικης με την αστική κουλτούρα, της εντοπιότητας με τον κοσμοπολιτισμό που κάποτε έφερναν οι ναυτικοί, οι έμποροι κι οι εφοπλιστές, με το πλοίο…

Σύρος

Ενώ όσοι από εμάς επιβιβαζόμαστε στο πλοίο της γραμμής και στο προαναφερθέν ακτοπλοϊκό δρομολόγιο ανελλιπώς και για δεκαετίες, γνωρίζουμε πόσο συνδεδεμένο είναι με την γλυκιά Σύρο και με τη φράση “Συ-ριανα-νά λου-κου-μαααα-κια, χαλβα-δό-πιτες” ακριβώς με ίδιο τον τονισμό και με βροντερή φωνή από τους λευκοντυμένους λουκουματζήδες που γυροφέρνουν με τα μεγάλα παραδοσιακά καλάθια.

Το ξακουστό συριανό λουκούμι, ενταγμένο πλέον στο Εθνικό Ευρετήριο της Άυλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, έχει διακόσια χρόνια ιστορίας, όσα και η Ερμούπολη που ιδρύθηκε το 1822. Μια ίδρυση που συμπίπτει με το προσφυγικό κύμα από Χιώτες, Κασιώτες και Ψαριανούς που έφτασαν στο νησί μαζί με τις γεύσεις του τοπικού τους πολιτισμού και κατάφεραν να μετατρέψουν τα δεινά του διωγμού τους, σε ένα γλυκό νέο ξεκίνημα.

Μεταφέροντας τη γνώση, την τεχνική και την εμπειρία τους στην τέχνη του λουκουμιού, εγκαθίδρυσαν στο νέο οικισμό του νησιού, στα παράλια κάτω από την Άνω Σύρο, τις πρώτες λουκουμοποιίες που με την πάροδο του χρόνου και τους μαθητευόμενους που μάθαιναν από τους μεγάλους μάστορες, έκαναν αυτή την γλυκιά μικρή τετράγωνη και ολόγιομη με γεύση απόλαυση, συνώνυμη του νησιού.

Η Ερμούπολη εξελίχθηκε σε σημαντικό βιομηχανικό, ναυτιλιακό και πολιτιστικό κέντρο της μικρής -τότε- Ελλάδας, κτισμένη σε στρατηγική θέση στο κέντρο του Αιγαίου ενώ η ευμάρεια γρήγορα την μετέτρεψε σε σημείο αναφοράς μαζί με τα νόστιμα λουκουμάκια της που αποτέλεσαν και ένα από τα πρώτα εξαγώγιμα προϊόντα της Ελλάδας, το οποίο προμηθεύονταν οι βασιλικές αυλές της Ευρώπης, ακόμη και η μακρινή Ιαπωνία.

Ιδιαίτερα γνωστές παραμένουν, οι ιστορικές λουκουμοποιίες Συκουτρή, Λειβαδάρα, Κορρέ, Κανακάρη, Δεναξά και Γεωργίου, που φτιάχνουν λουκουμάκια στα παραδοσιακά χάλκινα καζάνια, μην αφήνοντας τη γεύση της παράδοσης να χαθεί κάτω από την λουκουμόσκονη.

Εν τέλει η νησιώτικη ουσία προσφέρεται και ανιχνεύεται κάπως αναπόφευκτα σιωπηλά, χωρίς να κομπάζει, σε λύπες και σε χαρές και διαχρονικά με μια ανάλαφρη, μεσογειακή, μια γλυκύτητα φίνα.