Και σχεδόν όλοι οι ομιλητές μεταξύ των οποίων αρχαιολόγοι, αρχιτέκτονες και ανθρωπολόγοι έσπευσαν να αποδομήσουν αυτό το “versus”, να βρουν σημεία σύγκλισης στο ουσιαστικό ερώτημα της ημεριδάς, στο πως πως θα καταφέρει τελικά να συμβιώσει το παρελθόν με το μέλλον στις Κυκλάδες.
Ο καθένας από τη δική του σκοπιά, τη δική του επιστήμη και τη δική του τελικά απόσταση από το ζητούμενο. Το βίωμα των Κυκλάδων που δεν εμφανίζεται αμά τη βουτιά στα μικρά ιδιωτικά κρεμασμένα στην Καλντέραπισινάκια καθ ομοίωση της Ίμπιζα, ούτε χαρίζεται στην επίσκεψη ως τουρίστας ή έστω ως ερευνητής, μέσα σε λίγες μέρες.
Το βίωμα των Κυκλάδων απαιτεί άφεση “των σύγχρονων αμαρτιών” με μια βαθιά βουτιά στα νερά της ιστορίας που διαμόρφωσε τη ζωή αυτού του τόπου ή καλύτερα των τόπων – καθώς το κάθε νησί διαθέτει τα δικά του μοναδικά χαρακτηριστικά- και στη θάλασσα του Αιγαίου.
Μια βουτιά που δεν γίνεται μηχανικά ούτε μαθηματικά με σκοπό να ανακαλύψουμε τα μυστικά αυτού του βυθού ή βάθους αλλά που δίνει τον χρόνο για κολύμπι σε ένα τόπο που πραγματικά διαθέτει τη δική του ταυτότητα και που δεν βιάζεται να μας την αποκαλύψει, όσο βιαζόμαστε εμείς. Απαιτεί τον δικό της χρόνο για να σε καλωσορίσει σε μια άλλη θέαση από αυτή που οι περισσότεροι έχουμε συνηθίσει ή στην οποία έχουμε “προγραμματιστεί”.
Το βασικότερο μάλλον δεν θα ήταν να αντιδιαστείλουμε προφανώς τις έννοιες της παράδοσης και της εξέλιξης αλλά να αναστοχαστούμε κάπως καλύτερα, ποιά “εξέλιξη” εννοεί ο καθένας μας.
Αν κάτι μπορούν να αναδείξουν οι καίροι μας είναι ότι η προσήλωση στην πρόοδο και την εξέλιξη, με όποιους όμως όρους, μας κάνει “μαθηματικά” να χάνουμε όχι μόνο το χθές αλλά και το τώρα, το σήμερα και κάθε έννοια ευγνωμοσύνης για αυτό.
Αν κάτι τόσο προφανές έχουν οι Κυκλάδες είναι ότι αποτελούν έναν ξερότοπο τόσο φωτεινό και όμορφο όσο λίγα σημεία πάνω στη γη. Και αυτή η θαυμαστή αντίθεση αν μη τι άλλο μοιάζει να έχει ήδη λύσει τα δικά μας versus πολύ πριν πατήσουμε εμείς σε αυτή τη γη.
Από τις τεράστιες ξενοδοχειακές μονάδες, τις δεκάδες οικοδομές και τα εργοτάξια που σπάνε κάθε κυκλαδίτικο μέτρο, ξεκουρδίζοντας το τοπίο σε έναν κακόφωνο αρχιτεκτονικό μπάλο μέχρι από την άλλη την επίπλαστη εμμονή σε κτίσματα χωρίς ηλεκτρικό και τις περιπατητικές διαδρομές από σύγχρονους κυκλαδολάγνους με τραγιάσκα και γλίτσα πάνω σε ασφαλτοστρωμένες διαδρομές, υπάρχει ένα μέτρο.
Εκείνο του ίδιου τόπου που με αρκετά βήματα πίσω, και ύστερα λίγα μπροστά, αφήνοντας και όχι επιβάλλοντας ο καθένας τον ρυθμό του αλλά βρίσκοντας τον βηματισμό μας κάπως όλοι μαζί, κοιτάζοντας ο όμως ένας τον άλλο, σαν να χορεύαμε μπάλο, ίσως το ανακαλύψουμε γρηγορότερα και καλύτερα.