Το προηγούμενο έτος ήταν η χρονιά της στροφής προς την καθοδική πορεία των επιτοκίων και την αποκλιμάκωση του πληθωρισμού, καθώς οι περισσότερες κεντρικές τράπεζες ξεκίνησαν να χαλαρώνουν τη νομισματική τους πολιτική.
Επιπλέον, το 2024 ήταν η χρονιά των εκλογών, καθώς 2 δισ. πολίτες, σε περισσότερες από 70 χώρες, κλήθηκαν να ψηφίσουν.
Σε αυτό το πεδίο, η πιο κομβική αλλαγή ήταν, αναμφισβήτητα, η εκλογή του κ. Trump, η οποία φαίνεται να αλλάζει τα δεδομένα όχι μόνο στις ΗΠΑ αλλά και στις υπόλοιπες μεγάλες οικονομίες του πλανήτη (Trump effect), οξύνοντας τις γεωοικονομικές αβεβαιότητες.
Επί του παρόντος, η Κίνα ανακοίνωσε περισσότερα οικονομικά κίνητρα για την τόνωση της εγχώριας οικονομίας εν όψει των αμερικανικών δασμών. Αντίθετα, η Ευρώπη παραμένει σε κατάσταση αναμονής για τις εξελίξεις στο διεθνές εμπόριο.
Τι αναφέρει αναλυτικά σε τελευταία μελέτη της η Alpha Bank
Παρά τις αβεβαιότητες που τροφοδότησαν αναταράξεις στις αγορές και τις οικονομίες, το προηγούμενο έτος, το 2025, αναμένεται να είναι η χρονιά της επαναφοράς σε μία πιο σταθερή κατάσταση, αφού η ανάπτυξη της παγκόσμιας οικονομίας αναμένεται να παραμείνει ισχυρή, περίπου στα περυσινά επίπεδα, δηλαδή άνω του 3%.
Οι δύο βασικές ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομίας, οι ΗΠΑ και η Κίνα, προβλέπεται ότι θα παραμείνουν σε τροχιά ανάπτυξης, ενώ η Ζώνη του Ευρώ (ΖτΕ) αναμένεται να σημειώσει ισχνό ρυθμό μεγέθυνσης της τάξης του 1,1% σύμφωνα με τις τελευταίες εκτιμήσεις (ECB Macroeconomic Projections, December 2024), σύμφωνα με την Alpha bank.
Σε αυτό το περιβάλλον, το ερώτημα που ανακύπτει είναι το ποιες είναι οι προτεραιότητες της ευρωπαϊκής οικονομίας και οι προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει το 2025.
- Μία από τις προτεραιότητες είναι η συνέχιση της χαλάρωσης της νομισματικής της πολιτικής και η επαναφορά του πληθωρισμού πλησίον του στόχου της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ). H Isabel Schnabel, μέλος του Εκτελεστικού Συμβουλίου της ΕΚΤ, στο συμπόσιο CEPR Paris 2024 που διοργανώθηκε από την Τράπεζα της Γαλλίας (Ομιλία “Navigating towards neutral”, 16 Δεκεμβρίου 2024) υποστήριξε ότι η νομισματική πολιτική βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή. Μετά και την πρόσφατη μείωση των τριών βασικών επιτοκίων κατά επιπλέον 25 μονάδες βάσης, το επιτόκιο της διευκόλυνσης καταθέσεων είναι πλέον στο 3%. Μόλις αποκατασταθεί η σταθερότητα των τιμών, οι προκλήσεις για τη νομισματική πολιτική θα περιοριστούν, αφού ακόμα και μέτριες αποκλίσεις από τον στόχο μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα από την ΕΚΤ, αποφεύγοντας περιττή επιβάρυνση στην αγορά εργασίας και στην οικονομική δραστηριότητα γενικότερα. Πάντως, ενόψει της πιθανής ισχνής ανάπτυξης της ΖτΕ και την απειλή των αμερικανικών δασμών, η ΕΚΤ αναμένεται να επιταχύνει τις μειώσεις επιτοκίων που ξεκίνησε το 2024, προβαίνοντας σε περισσότερες μειώσεις από τη Fed, ώστε να επιτύχει τον στόχο του 2%, έως το τέλος του 2025.
- Η όξυνση της εμπορικής διαμάχης των ΗΠΑ με την Κίνα δεν θα αφήσει ανεπηρέαστη την ευρωπαϊκή οικονομία και, ως εκ τούτου, θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις. Η Ευρώπη θα βρεθεί μεταξύ των ΗΠΑ, που είναι πιθανό να επιβάλουν δασμούς, και της Κίνας, που επιχειρεί να στρέψει τα εμπορικά της πλεονάσματα προς στην Ευρώπη. Οι οικονομολόγοι της Goldman Sachs σε πρόσφατη έκθεση (“Global economy is forecast to grow solidly in 2025 despite trade uncertainty”, Νοέμβριος 2024) υποστηρίζουν ότι οι αλλαγές στην εμπορική πολιτική των ΗΠΑ θα μπορούσαν να αφαιρέσουν 0,5 ποσοστιαίες μονάδες από το ΑΕΠ της ΖτΕ το 2025, ωστόσο όλα θα εξαρτηθούν από το ύψος των ενδεχόμενων αυξήσεων στους εμπορικούς δασμούς.
- Στο γεωπολιτικό μέτωπο, η Ευρώπη θα πρέπει, επίσης, να οργανωθεί χωρίς τον κ. Trump, ο οποίος θα διακόψει τη βοήθεια προς την Ουκρανία, πιέζοντας την ίδια να κάνει μία συμφωνία με την Ρωσία. Προφανώς, η επικράτηση Trump θα έχει ευρύτερες επιπτώσεις -εκτός από την οικονομία- στην άμυνα και τη μετανάστευση. Η πολιτική του «Πρώτα η Αμερική» (“Make America Great Again”) θα αμφισβητήσει τη σταθερότητα των συμμαχιών των ΗΠΑ και αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις και αυξημένες εντάσεις.
- Εντός της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Γαλλία βρίσκεται αντιμέτωπη αφενός μεν, με μία ανοδική τροχιά του δημόσιου χρέους που αναμένεται να σταθεροποιηθεί στο 120% του ΑΕΠ, αφετέρου δε, με τη διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αυτό θα μπορούσε να επιβαρύνει τις προοπτικές της πιστοληπτικής της αξιολόγησης, ενώ προβλέπεται χαμηλότερος ρυθμός ανάπτυξης της τάξης του 0,9%, το 2025, από 1,1%, το 2024 (Προβλέψεις ΟΟΣΑ, Δεκέμβριος 2024). Στον αντίποδα, η Γερμανία η οποία έχει χαμηλό λόγο δημοσίου χρέους προς ΑΕΠ, πολύ πιθανό να εφαρμόσει ένα ευρύ φάσμα δημοσιονομικών μέτρων από την πλευρά των δαπανών, ώστε να τονώσει την ασθμαίνουσα οικονομία της, αυξάνοντας παράλληλα τις επενδύσεις και στηρίζοντας τη βιομηχανία της. Η οικονομία της Γερμανίας αναμένεται να διατηρηθεί σταθερή, το 2024, -μετά από τη συρρίκνωση του 2023- και να ανακάμψει ήπια, κατά μόλις 0,7%, το 2025. Οι χώρες της Νότιας Ευρώπης σημειώνουν καλές επιδόσεις, ιδιαίτερα η Ισπανία που θεωρείται ευρωπαϊκό success story και η οποία αναμένεται να επιτύχει ρυθμό ανάπτυξης 3%, χάρη στην ισχυρή αγορά εργασίας που τροφοδοτείται από τις μεταναστευτικές ροές, τον τουρισμό και την τόνωση της εξαγωγικής της δραστηριότητας.
- Σχεδόν τρία έτη μετά το ξέσπασμα της ενεργειακής κρίσης, η ενεργειακή μετάβαση και η διασφάλιση της αυτονομίας της Ευρώπης παραμένει ύψιστη προτεραιότητα και, συνάμα, μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις, όχι μόνο για το 2025 αλλά και για τα επόμενα έτη. Η επιστροφή του Προέδρου Trump πρόκειται να αναδιαμορφώσει την πολιτική των ΗΠΑ για το κλίμα και την ενέργεια, με εκτεταμένες επιπτώσεις διεθνώς. Το γεγονός αυτό, λοιπόν, θα πρέπει να θεωρηθεί ως ευκαιρία για ισχυρή ώθηση στην εφαρμογή της στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) για την κλιματική αλλαγή και την ενέργεια. Η ΕΕ θα πρέπει να ενισχύσει τη θέση της ως αυτοδύναμος παγκόσμιος ηγέτης και τα μέλη της να υπερβούν τους πολιτικούς διαχωρισμούς που καθυστερούν την επίτευξη του στόχου της καθαρής ενέργειας, ενισχύοντας παράλληλα τη βιομηχανική ανταγωνιστικότητα, το εμπόριο καθαρής τεχνολογίας και την ασφάλεια της ηπείρου. Η Έκθεση Draghi κινείται προς αυτήν την κατεύθυνση, αφού υπογραμμίζει ότι η Ευρώπη χρειάζεται να αυξήσει τις επενδύσεις της έως και 5 ποσοστιαίες μονάδες του ΑΕΠ (Ευρώ 800 δισ. ετησίως) και να υπάρξει στενότερος συντονισμός μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών.
*από το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του Economic Research της Alpha Bank