Φορολογικά

ΣτΕ Α 7μ 2137/2024 Προδικαστικό ερώτημα Δ.Ε.Θεσ. Αξιώσεις Φορέων Κοιν. Ασφάλισης αρμοδιότητας Υπ. Εργασίας για επιστροφή αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών (άρ.πρώτο παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 ν. 4093/2012) Ερμηνεία σύμφωνη με το Σύνταγμα

ΣτΕ Α΄  7μ. 2137/2024 (Προδικαστικό ερώτημα  άρ. 1 παρ. 2 ν. 3900/2010)

Πρόεδρος: Σπυριδούλα Χρυσικοπούλου, Αντιπρόεδρος

Εισηγητής: Ταξιαρχία Κόμβου, Σύμβουλος της Επικρατείας 

Ερμηνεία  άρ.πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 ν. 4093/2012. Ερμηνεία τελολογική και  σύμφωνη με το Σύνταγμα (άρ. 2 παρ.1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4). Δικαίωμα ασφαλιστικού φορέα για αναζήτηση παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως εντός εικοσαετίας από την τελευταία καταβολή ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Εξαίρεση του κανόνα λόγω εφαρμογής της αρχής χρηστής διοικήσεως όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος. Αρχή της ασφάλειας του δικαίου. Η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα.  Βάρος αποδείξεως  (με μειοψ.) .

[Επιλύει το υποβληθέν με την 104/2021 απόφαση του Διοικ.Εφετείου Θεσσαλονίκης προδικαστικό ερώτημα, κατ’ εφαρμογή του άρθρ. 1 παρ. 2 του ν. 3900/2010]

Από τη διάταξη του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012, ερμηνευόμενη σύμφωνα με το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1, 4 παρ. 1 και 5, 22 παρ. 5 και 25 παρ. 1 και 4), ενόψει και του επιδιωκόμενου με τη θέσπισή της σκοπού υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος, ο οποίος, κατά την οικεία αιτιολογική έκθεση, συνίσταται στη διαφύλαξη των συμφερόντων των ασφαλιστικών φορέων αρμοδιότητας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Πρόνοιας (ήδη Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων), κατ’ επέκταση δε στη βιωσιμότητά τους, συνάγονται τα εξής: (α) με την εν λόγω διάταξη καθιερώνεται η εικοσαετία ως γενικός κανόνας, που ισχύει πλέον για όλους τους φορείς κοινωνικής ασφαλίσεως αρμοδιότητας του ανωτέρω Υπουργείου, όσον αφορά τη διάρκεια της παραγραφής των αξιώσεων των φορέων αυτών από αχρεωστήτως καταβληθείσες παροχές και (β) σύμφωνα με την αληθή βούληση του νομοθέτη (όπως συνάγεται από την αιτιολογική έκθεση του ανωτέρω ν. 4093/2012), ο οποίος γνώριζε τη σχετική νομολογία του Δικαστηρίου που μέχρι τότε είχε διαπλασθεί υπό το κράτος του προγενέστερου νομοθετικού καθεστώτος, η αναζήτηση δυνάμει της ερμηνευόμενης νέας διατάξεως χωρεί πλέον σε κάθε περίπτωση (δηλαδή με μόνο χρονικό περιορισμό την εικοσαετή παραγραφή) ανεξαρτήτως της υπαιτιότητας του λαβόντος. Ειδικότερα, κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ερμηνευόμενης από τελολογική άποψη, ο ασφαλιστικός φορέας έχει δικαίωμα να αναζητήσει ως αχρεώστητες τις κοινωνικοασφαλιστικές παροχές που έχει καταβάλει στον ασφαλισμένο/συνταξιούχο χωρίς να έχει κατά νόμον υποχρέωση προς καταβολή τους (όπως όταν έχει μεσολαβήσει γεγονός διακοπτικό της χορηγήσεως της παροχής ή γεγονός που επηρεάζει το ύψος της ή ελλείπει προϋπόθεση απονομής της). Για την αναζήτηση του αχρεωστήτου αρκεί η επίκληση και η απόδειξη από τον φορέα του θετικού γεγονότος της καταβολής και ελλείψεως υποχρεώσεως καταβολής (ελλείψεως νόμιμης αιτίας). Δεν απαιτείται υπαιτιότητα του λήπτη των παροχών. Υποχρέωση προς επιστροφή των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως, έχουν κατ’ αρχήν και οι καλόπιστοι ασφαλισμένοι/συνταξιούχοι (όπως αναλύεται κατωτέρω), είναι δε αδιάφορο το ότι οι παροχές καταβλήθηκαν με πράξεις των οργάνων του ασφαλιστικού φορέα κατόπιν αιτήσεως – υπεύθυνης δηλώσεως του ίδιου του λήπτη των παροχών (με βάση στοιχεία που κατέχει ο φορέας και στοιχεία που επικαλείται και προσκομίζει ο ασφαλισμένος). Κρίσιμο ζήτημα είναι ότι ο λήπτης των παροχών ωφελήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία και με ζημία του ασφαλιστικού φορέα. Προβλέπεται σύμφωνα με τον υπέρτερου δημοσίου συμφέροντος σκοπό της διατάξεως του άρθρου πρώτου παρ. ΙΑ υποπαρ. ΙΑ.6 περ. 2 του ν. 4093/2012 ότι αξίωση του ασφαλιστικού φορέα για επιστροφή των αχρεωστήτως καταβληθεισών παροχών υπόκειται σε εικοσαετή παραγραφή από την τελευταία καταβολή, τούτο δε ανεξαρτήτως υπαιτιότητας του λαβόντος. Εντούτοις, κατ’ εξαίρεση του ανωτέρω κανόνα, αποκλείεται η αναζήτηση των παροχών που καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως λόγω της εφαρμογής της αρχής της χρηστής διοικήσεως, όταν η οικονομική θυσία στην οποία θα υποβληθεί ο λήπτης των παροχών εξαιτίας της επιστροφής (αποδόσεώς) τους είναι σε τέτοιο βαθμό που θα επιφέρει σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις στην αξιοπρεπή διαβίωσή του, και τούτο, όμως, μόνον εφόσον αυτός είναι καλόπιστος, δηλαδή μόνον εφόσον αγνοούσε ή δεν μπορούσε να γνωρίζει ότι η παροχή που έλαβε ήταν αχρεώστητη ή παράνομη και, συνεπώς, επιστρεπτέα. Αν υπάρχει είτε γνώση είτε υπαίτια άγνοια του λήπτη (αν δηλαδή αυτός όφειλε να προβλέψει την έλλειψη ή το ενδεχόμενο της ελλείψεως της νόμιμης αιτίας), ο λήπτης δεν μπορεί να θεωρηθεί καλής πίστεως. Και ναι μεν ο λήπτης μπορεί κατ’ αρχήν να είναι καλόπιστος με την έννοια ότι και μετά την εκπλήρωση της υποχρεώσεώς του να γνωστοποιήσει στον ασφαλιστικό φορέα οποιαδήποτε μεταβολή που επηρεάζει το ύψος της καταβαλλόμενης παροχής ή το δικαίωμα λήψεως της παροχής [δηλαδή μεταβολή που αφορά τον λήπτη ή μέλη της οικογένειάς του για τα οποία χορηγούνται στον λήπτη παροχές και αναφέρεται στην προσωπική κατάσταση (υγεία κ.λπ.) ή οικογενειακή κατάσταση (γάμος, διαζύγιο, γέννηση τέκνων, θάνατος κ.λπ.) ή οικονομική κατάσταση (ανάληψη εργασίας, συνταξιοδότηση για οποιαδήποτε αιτία ή λήψη επιδόματος κ.λπ.) του ιδίου ή/και των μελών της οικογένειάς του] πιστεύει ότι λαμβάνει την παροχή με νόμιμη αιτία· όμως και μετά τη γνωστοποίηση της μεταβολής ο λήπτης οφείλει τουλάχιστον να αμφιβάλλει ως προς τη συνέχιση της καταβολής της παροχής, ιδίως με την έννοια ότι η καταβολή της παροχής δεν είναι οριστική. Επομένως, πρέπει να χρησιμοποιεί την παροχή δεόντως. Αλλιώς, η συμπεριφορά του υπό τις ειδικές περιστάσεις και συνθήκες της συγκεκριμένης περιπτώσεως μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν είναι καλόπιστη. Περαιτέρω, η αρχή της ασφάλειας δικαίου απαιτεί να είναι οι νομικοί κανόνες σαφείς, επακριβείς και προβλέψιμοι ως προς το αποτέλεσμά τους και ερμηνεύεται συσταλτικώς. Και ναι μεν η αρχή αυτή εμποδίζει τα όργανα του ασφαλιστικού φορέα να καθυστερούν επ’ αόριστον την άσκηση των αρμοδιοτήτων τους. Ωστόσο, η καθυστέρηση του ασφαλιστικού φορέα να επιδιώξει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών δεν συνεπάγεται ότι η πράξη αναζητήσεως/επιστροφής είναι παράνομη ούτε συνιστά νόμιμο λόγο αποκλεισμού της αναζητήσεως των παροχών αυτών, παρά μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις. Επίσης, η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης που απορρέει από την αρχή της ασφάλειας του δικαίου και εφαρμόζεται συνδυαστικώς με αυτήν αφορά κάθε πρόσωπο που μπορεί να έχει βάσιμες προσδοκίες επειδή έλαβε ακριβείς, ανεπιφύλακτες και συγκλίνουσες διαβεβαιώσεις από τα αρμόδια όργανα του ασφαλιστικού φορέα ότι δεν θα αναζητηθούν οι αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθείσες παροχές. Επομένως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να επικαλεσθεί ότι η χορήγηση της παροχής δημιούργησε σε αυτόν δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η παροχή αυτή δεν θα αναζητηθεί. Ομοίως, ο λήπτης της παροχής δεν μπορεί να ισχυρισθεί ότι είχε δικαιολογημένη εμπιστοσύνη ότι η χορήγηση της παροχής ήταν νόμιμη και, συνεπώς, δεν δημιουργεί δικαιολογημένη εμπιστοσύνη και δεν μπορεί να αποκλείσει την αναζήτηση των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών η αδράνεια του ασφαλιστικού φορέα για σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα. Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, ο ασφαλιστικός φορέας έχει το βάρος της αποδείξεως της υπάρξεως των πραγματικών περιστατικών που στοιχειοθετούν τις προϋποθέσεις της αξιώσεως της αναζητήσεως των αχρεωστήτως ή παρανόμως καταβληθεισών παροχών, δηλαδή πρέπει να αποδείξει το θετικό γεγονός της καταβολής των κοινωνικοασφαλιστικών παροχών και το αχρεώστητο ή παράνομο αυτής και γενικότερα την ανυπαρξία της νόμιμης αιτίας, ενώ ο ασφαλισμένος/συνταξιούχος για να απαλλαγεί από την υποχρέωση επιστροφής των παροχών που του καταβλήθηκαν αχρεωστήτως ή παρανόμως πρέπει αυτός να επικαλεσθεί και να αποδείξει σωρευτικώς α) την ύπαρξη των πραγματικών περιστατικών που θεμελιώνουν την καλή πίστη του και β) τις σοβαρές δυσμενείς οικονομικές επιπτώσεις καθώς και την έκταση των επιπτώσεων αυτών στην αξιοπρεπή διαβίωσή του σε περίπτωση επιστροφής των παροχών. Τέλος, ο ασφαλιστικός φορέας μπορεί να αντιτάξει κακοπιστία του λήπτη, οπότε βαρύνεται με την απόδειξη των πραγματικών περιστατικών από τα οποία αυτή προκύπτει.