Πρόκειται στην ουσία για την καταγραφή της πορείας ενός ανθρώπου που ψάχνει να βρει τον εαυτό του και τη βαθύτερη αλήθεια της ζωής, σε μια διαρκή και εναγώνια προσπάθειά του να δημιουργήσει με αρμονία έναν ακέραιο εαυτό.
Το εν λόγω βιβλίο, που ο ίδιος ο Έσσε είχε αποκαλέσει ως ένα «ινδικό παραμύθι», συνθέτει στοιχεία από τις ανατολικές θρησκείες, τα αρχέτυπα του Γιουνγκ και τον δυτικό ατομικισμό, δημιουργώντας ένα μοναδικό όραμα για την πορεία του ανθρώπου προς την πνευματική ολοκλήρωση.
Η υπόθεση
Ο Σιντάρτα γεννιέται και μεγαλώνει στην αρχαία Ινδία από Βραχμάνους, μαθαίνοντας πνευματικές πρακτικές διαλογισμού και σκέψης. Είναι άριστος σε όλα. Τον συνοδεύει στην παιδική του ηλικία ο φίλος του ο Γκοβίντα, ο οποίος αγαπάει πολύ τον Σιντάρτα, όπως και όλοι οι άλλοι. Παρόλα αυτά, ο Σιντάρτα δεν αισθάνεται άνετα, καθώς πιστεύει ότι δεν μπορεί να αποκομίσει κάτι περισσότερο από τη διδασκαλία των Βραχμάνων, συνεπώς παίρνει την απόφαση να ξεκινήσει ένα προσκύνημα με τους σαμάνα, μια ομάδα περιπλανώμενων ασκητών. Ο πατέρας του τον αφήνει αρκετά απρόθυμα να φύγει, αλλά ο Γκοβίντα τον ακολουθεί.
Ο Σιντάρτα και ο Γκοβίντα μαθαίνουν τη ζωή των σαμάνων, τη νηστεία και τον πόνο. Ο Σιντάρτα μερικές φορές αμφιβάλλει αν πραγματικά προσεγγίζουν κάποια ανώτερη γνώση. Τότε, μια μέρα, φτάνει σε αυτούς μια φήμη ότι ο Υψίστης Βούδας, ο Γκαουτάμα, είναι ανάμεσά τους. Ο Σιντάρτα εξακολουθεί να τρέφει αμφιβολίες για τη διδασκαλία, αλλά συμφωνεί να ακούσει το κήρυγμα του Βούδα, κι έτσι οι δύο φίλοι ταξιδεύουν συνοδεία πολλών άλλων ανθρώπων στο άλσος του Γκαουτάμα. Εκεί, εντοπίζουν τον ίδιο τον άνθρωπο, ολοκληρωτικά ήρεμο, με ένα τέλειο χαμόγελο στο πρόσωπό του, κι έτσι συνειδητοποιούν αμέσως ότι έχει φτάσει στη φώτιση. Ο Γκοβίντα αποφασίζει να καταφύγει στη διδασκαλία του. Αυτή είναι η πρώτη απόφαση που παίρνει για το δικό του μονοπάτι. Όμως, ο Σιντάρτα λέει στον Γκαουτάμα ότι δεν θεωρεί πως η αποδοχή της διδασκαλίας από κάποιον άλλο είναι ο τρόπος για να βρει κανείς τη δική του λύτρωση.
Ο Σιντάρτα πηγαίνει στο δάσος και αφυπνίζεται, βλέποντας όλα τα χρώματα του ποταμού σαν να ήταν η πρώτη φορά. Θέλει να μάθει από τον κόσμο των «πραγμάτων». Αργότερα, μεταβαίνει στην πόλη και παρατηρεί μια όμορφη εταίρα, την Καμάλα, από την οποία ζητάει να του διδάξει την τέχνη του έρωτα. Η ίδια όμως προσφέρεται να τον διδάξει μόνο στην περίπτωση που της φέρει πλούσια δώρα, οπότε τον παραπέμπει σε έναν έμπορο, τον Καμασβάμι, ο οποίος τον παίρνει στην υπηρεσία του. Έτσι, ο Σιντάρτα εμπορεύεται και σταδιακά αποκτά πλούτη.
Τα χρόνια περνούν και το πνεύμα του Σιντάρτα αρρωσταίνει. Αισθάνεται αποκομμένος από τον υλικό κόσμο αλλά και παγιδευμένος στον κύκλο του. Με αφορμή ένα αφυπνιστικό όνειρο, εγκαταλείπει την πόλη και επιστρέφει στο ποτάμι. Αργότερα, οι αναγνώστες του βιβλίου μαθαίνουν ότι η Καμάλα είναι έγκυος στο παιδί του.
Ο Σιντάρτα, θέλοντας να πεθάνει, πλησιάζει το ποτάμι. Αλλά αντί γι’ αυτό, ακούει τη λέξη «ομ» να έρχεται από το ποτάμι και πέφτει σε βαθύ ύπνο. Όταν ξυπνάει, τον περιμένει ένας Σάμαν, τον οποίο αναγνωρίζει ως τον Γκοβίντα, τον παιδικό του φίλο. Ο Σιντάρτα προσπαθεί να εξηγήσει στον Γκοβίντα ότι έχουν γίνει πια πολύ διαφορετικοί άνθρωποι, έχοντας ακολουθήσει ο καθένας τους άλλος δρόμος, αλλά ότι παρόλα αυτά ο Σιντάρτα εξακολουθεί να βρίσκεται σε πνευματική αναζήτηση. Με αφορμή τη συνάντηση αυτή, συλλογίζεται τη ζωή του, συγκεκριμένα από πού προήλθε η θλίψη του και πώς τον έσωσε το «ομ». Αναζητά τον ακτοπλόο, που ονομάζεται Βασουντέβα. Πρόκειται για έναν ήρεμο, σοφό βαρκάρη που ζει στις όχθες του ποταμού και θα παίξει καθοριστικό ρόλο στην πνευματική αφύπνιση του Σιντάρτα. Ο ακτοπλόος συμφωνεί να αφήσει τον Σιντάρτα να μείνει και να δουλέψει μαζί του, ενώ τον συμβουλεύει να ακούει το ποτάμι όπως και ο ίδιος. Από εκείνη τη στιγμή κι έπειτα, ο Σιντάρτα αρχίζει να έχει διαφωτιστικά οράματα και να ακούει φωνές στο νερό.
Μια μέρα, φημολογείται ότι ο Γκαουτάμα πεθαίνει. Η Καμάλα, προσκυνήτρια πλέον και αυτή, έρχεται προς το ποτάμι με τον γιο της, τον νεαρό Σιντάρτα. Το αγόρι είναι σκυθρωπό και επιθυμεί να ξεκουραστεί. Ξαφνικά, ένα μαύρο φίδι δαγκώνει την Καμάλα. Ο Βασουντέβα, ακούγοντας τις κραυγές της, τη φέρνει στην καλύβα και βλέπει τον Σιντάρτα. Η Καμάλα πεθαίνει και τώρα ο Σιντάρτα πρέπει να γίνει κηδεμόνας του γιου του. Όμως, ο νεαρός Σιντάρτα δεν γνωρίζει τον πατέρα του, κι εκτός αυτού είναι συνηθισμένος στα πολύ πλούσια πράγματα της πόλης και όχι στην απλή ζωή ενός ακτοπλόου. Καθιστά, επομένως, τη ζωή του Σιντάρτα πολύ δύσκολη. Ο Βασουντέβα, βλέποντας πόσο οδυνηρά αγαπάει ο Σιντάρτα τον γιο του, τον συμβουλεύει να αφήσει το αγόρι να πάει στην πόλη, γιατί δεν ανήκει εδώ. Ο Σιντάρτα δεν αντέχει να τον αφήσει να φύγει, αλλά σύντομα αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει επιλογή.
Ο Σιντάρτα μαθαίνει τα μυστικά του ποταμού με τον Βασουντέβα στο πλευρό του και τελικά οι πληγές του από την απώλεια του γιου του αρχίζουν να επουλώνονται. Σταδιακά, αρχίζει να συνειδητοποιεί μέσω του ποταμού την ενότητα που δίδαξε ο Γκαουτάμα. Παρατηρεί ότι το ποτάμι είναι το ίδιο στην πηγή του όπως και στον καταρράκτη και στη βροχή, άρα ότι στην ουσία ότι ο χρόνος δεν υπάρχει πραγματικά. Ο κόσμος είναι σαν αυτό το ποτάμι, αιώνιος και ολόκληρος. Τώρα που και ο Σιντάρτα μπορεί πραγματικά να ακούσει το ποτάμι, ο Βασουντέβα είναι έτοιμος να πάει «στην ενότητα». Αφήνει, λοιπόν, το ποτάμι με τον Σιντάρτα και εξαφανίζεται στο δάσος.
Στην πόλη, οι μοναχοί του Γκαουτάμα ζουν στο παλιό άλσος της Καμάλα, και ο Γκοβίντα ακούει για έναν σοφό ακτοπλόο. Ο ίδιος αναζητά ακόμα τη φώτιση, και προκειμένου να τη βρει κατευθύνεται προς το ποτάμι, όπου ωστόσο δεν αναγνωρίζει τον Σιντάρτα όταν τον βλέπει. Ο Σιντάρτα αναφέρει στον φίλο του ότι έχει αλλάξει ως άνθρωπος, ότι κάποτε ήταν εκείνος ο κοιμώμενος στο ποτάμι που προστάτευε ο Γκοβίντα.
Ο Γκοβίντα βλέπει πλέον ότι ο παλιός του φίλος έχει γίνει ένας από τους φωτισμένους και ότι το χαμόγελό του ακτινοβολεί σαν του αγίου.
Τι εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να διδάσκει το βιβλίο στους αναγνώστες του
Το βιβλίο, γραμμένο με την απλότητα που συναντά κανείς στη Βίβλο, καταλήγει σ’ έναν παθιασμένο ύμνο της ατομικότητας και της πνευματικής ανεξαρτησίας.
Αν κάτι έμαθε ο Σιντάρτα του Έσσε, μια διδασκαλία που αντανακλά ακόμη στο σήμερα, είναι ότι δεν υπάρχει κάποια μαγική συνταγή για να είναι κανείς ευτυχισμένος: ούτε ο ασκητισμός των Σαμάνων και η παθιασμένη εμμονή που δείχνουν στον στωικισμό, ούτε η διανοητική επιδεξιότητα των Βραχμάνων όπως περιγράφεται στο βιβλίο, ούτε καν η ερωτική Κάμαλα αποδεικνύονται αρκετές για να οδηγήσουν στην απελευθέρωση του πνεύματος.
Ο Σιντάρτα έφτασε ύστερα από έναν μεγάλο, μακρόχρονο αγώνα στη σιωπηλή σοφία του Βασουντέβα και στο πορθμείο ενός ποταμού που ουσιαστικά συμπλέκει τις αντιθετικές δυνάμεις, το γιν και το γιανγκ, για να αντιληφθεί εις βάθος την ενότητα των αντιθέτων.
Ο Έσσε έθεσε στο επίκεντρο του έργου του ένα θέμα διαχρονικό και πανανθρώπινο: την αναζήτηση ταυτότητας. Ο συγγραφέας υποστήριζε ότι ο δρόμος προς την αυτοπραγμάτωση είναι πάντα ατομικός και μοναχικός, ενώ «φώτιση», η αυτογνωσία, δεν μπορούν ποτέ να διδαχτούν, αλλά κάθε άνθρωπος οφείλει να τις αναζητήσει μόνος του.