.jpg)
Επιμέλεια
Επιστημονική ομάδα Taxheaven
Παραθέτουμε ορισμένες από τις σημαντικότερες αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας που δημοσίευσε ο κόμβος το τελευταίο χρονικό διάστημα.
1. ΣτΕ 1885/2024 – Ne bis in idem: Το διοικητικό δικαστήριο δε δεσμεύεται από (ποινική) αμετάκλητη αθωωτική απόφαση των ομόρρυθμων μελών επί λήψης εικονικών στοιχείων
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της αρχής ne bis in idem, ούτε δεσμεύεται το διοικητικό δικαστήριο από αμετάκλητη αθωωτική ποινική απόφαση, όταν η ποινική διαδικασία αφορά φυσικά πρόσωπα (τους ομόρρυθμους εταίρους) και η διοικητική διαδικασία αφορά το νομικό πρόσωπο της ομόρρυθμης εταιρίας.
Ειδικότερα, το ΣτΕ αποφάνθηκε ότι δεν υπάρχει ταυτότητα προσώπου στις δύο διαδικασίες – προϋπόθεση που απαιτείται τόσο για την εφαρμογή του άρθρου 4 παρ. 1 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ όσο και για τη δέσμευση του διοικητικού δικαστηρίου κατά το άρθρο 5 παρ. 2 ΚΔΔ. Η αυτοτελής νομική προσωπικότητα της ομόρρυθμης εταιρίας δεν εξαλείφεται, ούτε λόγω της προσωπικής και απεριόριστης ευθύνης των εταίρων.
2. ΣτΕ 2229/2024 – Επιστροφή ΦΠΑ για δαπάνες οργάνωσης επιστημονικού συνεδρίου φαρμακευτικών εταιριών – Οι δαπάνες οργάνωσης συνεδρίου (όπως, για παράδειγμα, η ενοικίαση εκθεσιακών χώρων και αίθουσας business, υπηρεσίες διερμηνείας και φωτογράφων, δαπάνες για την οπτικοακουστική επιμέλεια της εκδήλωσης κ.ά.) έχουν άμεση σχέση με την επαγγελματική και, άρα, φορολογητέα δραστηριότητα, χωρίς να συνδέονται με δαπάνες πολυτελείας, ψυχαγωγίας και κοινωνικής παράστασης
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι δαπάνες που πραγματοποιούνται για την οργάνωση επιστημονικού συνεδρίου φαρμακευτικής εταιρείας –όπως η ενοικίαση εκθεσιακών χώρων, αίθουσας business, υπηρεσίες διερμηνείας, φωτογράφων και οπτικοακουστικής επιμέλειας– συνδέονται άμεσα με την επαγγελματική και φορολογητέα δραστηριότητα της εταιρείας και δεν αποτελούν δαπάνες πολυτελείας, ψυχαγωγίας ή κοινωνικής παράστασης, ώστε να αποκλείεται η επιστροφή του ΦΠΑ.
Κατά συνέπεια, το ΣτΕ έκρινε ότι το διοικητικό εφετείο εφάρμοσε εσφαλμένα τις διατάξεις των περ. γ΄ και δ΄ της παρ. 4 του άρθρου 30 του ν. 2859/2000, διότι προέβη σε γενικό και απόλυτο αποκλεισμό της επιστροφής του ΦΠΑ, χωρίς προηγούμενη αξιολόγηση της σύνδεσης των συγκεκριμένων δαπανών με την επαγγελματική δραστηριότητα της επιχείρησης.
Το ΣτΕ ουσιαστικά απορρίπτει την οριζόντια εφαρμογή των περιοριστικών διατάξεων του άρθρου 30 παρ. 4 ν. 2859/2000 (περ. γ’ και δ’ – πλέον άρθρο 25 του νόμου 5144/2024), επισημαίνοντας ότι η επιστροφή ΦΠΑ δεν μπορεί να αποκλειστεί χωρίς προηγούμενη συνεκτίμηση των πραγματικών περιστάσεων της υπόθεσης. Κρίθηκε δηλαδή ότι, δαπάνες διοργάνωσης επιστημονικού συνεδρίου, όπως η ενοικίαση χώρων, η τεχνική και οπτικοακουστική υποστήριξη, συνδέονται άμεσα με την επαγγελματική δραστηριότητα της εταιρείας και δεν συνιστούν δαπάνες πολυτελείας ή κοινωνικής παράστασης.
Η απόφαση εναρμονίζεται με τη νομολογία του ΔΕΕ και τις επιταγές της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ, εδραιώνοντας την αρχή της ουδετερότητας του ΦΠΑ και της προστασίας του δικαιώματος επιστροφής σε κάθε περίπτωση που οι πράξεις εισροών (δαπάνες) συνδέονται αντικειμενικά με φορολογητέες πράξεις εκροών.
3. ΣτΕ 1586/2024 – Αναδρομική διαγραφή ετερόρρυθμου εταίρου από το φορολογικό μητρώο – Αλληλέγγυα υπεύθυνος για φορολογικές υποχρεώσεις της ετερόρρυθμης εταιρείας (ΕΕ) μέχρι την ημερομηνία διαγραφής από το ΓΕΜΗ
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η διαγραφή ετερόρρυθμου εταίρου από το φορολογικό μητρώο δεν μπορεί να γίνει αναδρομικά από την ημερομηνία της αποχώρησής του από την εταιρεία, εάν δεν έχει προηγηθεί η νόμιμη εμπορική δημοσιότητα της αποχώρησης μέσω καταχώρισης στο ΓΕΜΗ.
Η υποχρέωση για την πρόκληση της δημοσιότητας (καταχώριση της αποχώρησης) βαρύνει και τον ίδιο τον εταίρο, ο οποίος για να απαλλαγεί από την αλληλέγγυα ευθύνη του έναντι του Δημοσίου για τις φορολογικές υποχρεώσεις της εταιρείας, οφείλει να αποδείξει ότι επέδειξε τη δέουσα επιμέλεια για την ολοκλήρωση της καταχώρισης ή ότι αγνοούσε τη μη καταχώριση χωρίς υπαιτιότητά του.
Το ΣτΕ έκρινε ότι ορθώς η φορολογική αρχή διέγραψε τον εταίρο από το φορολογικό μητρώο με ημερομηνία την καταχώριση στο ΓΕΜΗ (8.12.2014) και όχι αναδρομικά από την ημερομηνία δήλωσης αποχώρησης (1.2.2011), διότι ο εταίρος δεν επέδειξε επιμέλεια, ούτε αγνοούσε τη μη δημοσίευση, αφού υπέγραψε την τροποποίηση του καταστατικού αρκετά αργότερα.
4. ΣτΕ 1768/2024 – Συμπληρωματικά στοιχεία για παράταση της παραγραφής – Δεν συνιστούν συμπληρωματικά στοιχεία που αφορούν το υπόλοιπο και τις κινήσεις των τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, τα οποία απεστάλησαν από την εισαγγελική αρχή
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι δεν συνιστούν “συμπληρωματικά στοιχεία” –κατά την έννοια των άρθρων 68 και 84 ΚΦΕ– τα δεδομένα που αφορούν τις κινήσεις και τα υπόλοιπα τραπεζικών λογαριασμών στην ημεδαπή, ακόμα και αν παρασχέθηκαν από την εισαγγελική αρχή στο πλαίσιο ελέγχου.
Σύμφωνα με πάγια νομολογία του ΣτΕ, η πρόσβαση των φορολογικών αρχών σε τραπεζικούς λογαριασμούς στην Ελλάδα είναι συνηθισμένο και διαθέσιμο μέσο ελέγχου ήδη από τη δεκαετία του 1990, και συνεπώς δεν μπορεί να θεμελιώσει παράταση της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής σε δεκαετία.
Η απόφαση απέρριψε την αίτηση της ΑΑΔΕ για αναίρεση, επικυρώνοντας την κρίση του Διοικητικού Εφετείου που ακύρωσε τις πράξεις διορθωτικού προσδιορισμού φόρου για τα έτη 2002–2008, κρίνοντας ότι είχαν εκδοθεί εκπρόθεσμα, μετά την πάροδο της νόμιμης προθεσμίας.
Το ΣτΕ επανέλαβε ρητά ότι:
– Η χρήση στοιχείων από τραπεζικούς λογαριασμούς στην ημεδαπή δεν παρατείνει την παραγραφή.
– Η εισαγγελική διαβίβαση των στοιχείων δεν μετατρέπει τα ήδη προσβάσιμα τραπεζικά δεδομένα σε “συμπληρωματικά”.
– Οι διατάξεις που εισήγαγαν την εικοσαετή παραγραφή δεν ισχύουν για χρήσεις πριν το έτος 2013, κρίση συμβατή με την ήδη παγιωμένη νομολογία περί αντισυνταγματικότητας των σχετικών μεταβατικών ρυθμίσεων (άρθρο 72 παρ. 11 ΚΦΔ).
5. ΣτΕ 1769/2024 – Τεκμήριο κατοίκου αλλοδαπής – Αγορά ακινήτου – Δάνειο για κάλυψη τεκμηρίου – Εισόδημα αποτελεί και το εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση κατοικίας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι διατάξεις περί τεκμαρτού προσδιορισμού εισοδήματος από απόκτηση περιουσιακών στοιχείων (άρθρο 17 πρώην ΚΦΕ – ν. 2238/1994) εφαρμόζονται και στους κατοίκους εξωτερικού, εφόσον αποκτούν οποιοδήποτε εισόδημα στην Ελλάδα, χωρίς να απαιτείται το ύψος του εισοδήματος να είναι αντίστοιχο της τεκμαρτής δαπάνης. Στην υπό κρίση υπόθεση, κάτοικος Ρωσίας είχε δηλώσει εισόδημα από δωρεάν παραχώρηση κατοικίας και αγόρασε ακίνητο στην Ελλάδα. Το ΣτΕ έκρινε ότι η ύπαρξη αυτού του εισοδήματος ήταν ικανή για την ενεργοποίηση των τεκμηρίων.
Ανέτρεψε έτσι την κρίση του Διοικητικού Εφετείου, το οποίο είχε δεχθεί ότι το τεκμήριο εφαρμόζεται μόνο αν υπάρχει αποδεδειγμένο εισόδημα από πηγή στην Ελλάδα αντίστοιχου ύψους με τη δαπάνη. Τόνισε επίσης ότι το εισόδημα από παραχώρηση κατοικίας (τεκμαρτό) συνιστά φορολογητέο εισόδημα και μπορεί να ενεργοποιήσει την εφαρμογή των τεκμηρίων.
6. ΣτΕ 1802/2024 – Προσαύξηση περιουσίας – Μείωση μετοχικού κεφαλαίου ως πηγή προέλευσης χρημάτων – Πλημμελής κατά νόμο διαδικασίας μείωσης μετοχικού κεφαλαίου (υπό την έννοια της καθυστερημένης έγκρισης της τροποποίησης του καταστατικού)
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η φορολογική αρχή δεν μπορεί να απορρίψει τον ισχυρισμό του φορολογούμενου ότι η προσαύξηση της περιουσίας του (εδώ: έμβασμα στο εξωτερικό) προήλθε από μείωση μετοχικού κεφαλαίου ανώνυμης εταιρείας, αποκλειστικά και μόνο επειδή η σχετική διαδικασία δημοσιότητας (καταχώριση στο ΓΕΜΗ και έγκριση από τη διοίκηση) δεν είχε ακόμη ολοκληρωθεί κατά το χρόνο του εμβάσματος.
Το ΣτΕ ανέτρεψε την απόφαση του Διοικητικού Εφετείου καθώς έκρινε ότι το δικαστήριο δεν εξέτασε την πραγματική βάση του ισχυρισμού του αναιρεσείοντος, δηλαδή αν πράγματι το ποσό προερχόταν από την εταιρεία και όχι από άλλη άγνωστη πηγή.
Η μη ολοκλήρωση της νομικής διαδικασίας μείωσης του μετοχικού κεφαλαίου δεν αρκεί από μόνη της για να απορριφθεί ο ισχυρισμός του φορολογούμενου.
Η φορολογική διοίκηση (και το εφετείο) όφειλαν να ερευνήσουν αν τα χρήματα προήλθαν όντως από την εταιρεία, ανεξαρτήτως των τυπικών πλημμελειών στη διαδικασία της μείωσης κεφαλαίου.
7. ΣτΕ 1815/2024 – ΦΠΑ – Επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ένωση και το Ελληνικό Δημόσιο δεν αποκλείουν αυτομάτως τη φορολογητέα φύση των πράξεων που συνδέονται με αυτές
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η λήψη επιδοτήσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση ή το Ελληνικό Δημόσιο δεν αρκεί από μόνη της για να θέσει τις σχετικές πράξεις (που αφορούσαν την υπόθεση) εκτός πεδίου ΦΠΑ. Η φορολογική μεταχείριση των πράξεων αυτών εξαρτάται από τη φύση τους: εάν υφίσταται οικονομική δραστηριότητα εξ επαχθούς αιτίας, με συγκεκριμένο λήπτη και άμεση σύνδεση της επιδότησης με την τιμή της υπηρεσίας, τότε αυτές υπάγονται στον ΦΠΑ και θεμελιώνουν δικαίωμα έκπτωσης εισροών.
Το ΣτΕ έκρινε ότι η απόφαση του Διοικητικού Εφετείου, η οποία απέκλεισε τη φορολογητέα φύση των πράξεων αποκλειστικά λόγω επιδότησης, χωρίς να εξετάσει αν επρόκειτο για παροχή υπηρεσιών με συγκεκριμένο αντάλλαγμα, αποτελεί εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου. Αναιρεί την απόφαση και παραπέμπει την υπόθεση για νέα κρίση.
8. ΣτΕ 1887/2024 – Η υποχρεωτική εξόφληση τιμολογίων άνω των 15.000 ευρώ μέσω τραπεζών ή δίγραμμης επιταγής είναι μέτρο που αποσκοπεί στη διαφάνεια των συναλλαγών και στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η υποχρέωση εξόφλησης τιμολογίων άνω των 15.000 ευρώ μόνο μέσω τραπεζικού λογαριασμού ή με δίγραμμη επιταγή (βάσει της παρ. 5 του άρθρου 16 του ν. 2992/2002) συνιστά νόμιμο και αναλογικό περιορισμό της οικονομικής και συναλλακτικής ελευθερίας, που αποσκοπεί στην αποτροπή εικονικών συναλλαγών και στην ενίσχυση της διαφάνειας.
Το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό της αναιρεσείουσας περί αντισυνταγματικότητας του μέτρου, επισημαίνοντας ότι ο νομοθέτης διαθέτει ευρύ περιθώριο εκτίμησης για τη λήψη ρυθμίσεων δημοσίου συμφέροντος και πως η ρύθμιση δεν είναι ούτε προδήλως απρόσφορη ούτε δυσανάλογη. Τονίστηκε ότι το μέτρο δεν απαγορεύει τους εμπορικούς συμψηφισμούς καθολικά, αλλά θέτει κανόνες για τη νομιμότητα των φορολογικών αποδεικτικών.
9. ΣτΕ 2044/2024 – Η έκδοση εισιτηρίων «ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ» από τα καζίνο δεν εξομοιώνεται με παροχή υπηρεσίας εξ επαχθούς αιτίας καθώς δεν γίνεται για σκοπούς ξένους προς την άσκηση της οικονομικής της δραστηριότητας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η έκδοση εισιτηρίων εισόδου από καζίνο με την ένδειξη «ΤΙΜΗΣ ΕΝΕΚΕΝ», όταν αυτή πραγματοποιείται για λόγους επαγγελματικής προβολής ή κοινωνικής υποχρέωσης, δεν συνιστά παροχή υπηρεσίας εξ επαχθούς αιτίας κατά την έννοια της Οδηγίας 2006/112/ΕΚ και του Κώδικα ΦΠΑ.
Οι πράξεις αυτές κρίθηκαν συναφείς με την άσκηση της οικονομικής δραστηριότητας των καζίνο, καθώς συμβάλλουν τόσο στην εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης όσο και στην προσέλκυση πελατών, άρα δεν τελούν για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση. Ως εκ τούτου, δεν υφίσταται υποχρέωση απόδοσης ΦΠΑ επί του παρακρατούμενου ποσοστού 20% που αφορά τα συγκεκριμένα εισιτήρια (όπως προέβλεπε η απόφαση 1128269/1226/0015/16.11.1995).
Το ΣτΕ απέρριψε όλους τους λόγους αναίρεσης της ΑΑΔΕ, επικυρώνοντας ότι η δωρεάν διάθεση των εισιτηρίων αυτών δεν αποτελεί φορολογητέα πράξη, αφού εξυπηρετεί επιχειρηματικούς σκοπούς και δεν καλύπτει προσωπικές ή ξένες ανάγκες.
10. ΣτΕ 2042/2024 – Πρόστιμα ΚΒΣ – Παραγραφή – Συμπληρωματικά στοιχεία – Χρήσεις κατά τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι επί παραβάσεων του Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων (ΚΒΣ), δεν εφαρμόζεται η 15ετής παραγραφή της παρ. 5 του άρθρου 84 ΚΦΕ που αφορά μη υποβολή φορολογικών δηλώσεων, αλλά ισχύει η συνήθης 5ετής παραγραφή, ακόμη και όταν δεν έχουν υποβληθεί δηλώσεις.
Η ΑΑΔΕ υποστήριξε ότι η 15ετής προθεσμία εφαρμόζεται αναλογικά και επί προστίμων ΚΒΣ, αλλά το ΣτΕ απέρριψε την άποψη αυτή, επισημαίνοντας πως η επιμήκυνση της παραγραφής εφαρμόζεται μόνο για φορολογικές αξιώσεις και όχι για την επιβολή προστίμων, τα οποία διέπονται από την αρχή της σαφήνειας και προβλεψιμότητας του δικαίου.
Καθώς η ΔΟΥ γνώριζε το σχετικό δελτίο ΣΔΟΕ πριν την παρέλευση της πενταετίας, δεν πρόκειται για συμπληρωματικό στοιχείο, οπότε δεν παρατείνεται η προθεσμία παραγραφής. Έτσι, η ένδικη πράξη προστίμου για τη χρήση 1998, που εκδόθηκε το 2007, ήταν παραγεγραμμένη.
Εν κατακλείδι, το Συμβούλιο της Επικρατείας υπογράμμισε ότι επί παραβάσεων του ΚΒΣ που αφορούν χρήσεις κατά τις οποίες δεν έχουν υποβληθεί φορολογικές δηλώσεις (εισοδήματος ή απόδοσης παρακρατούμενων φόρων), προκειμένης της έκδοσης πράξεων επιβολής των οικείων προστίμων, ισχύει, κατ’ αρχήν, ο κανόνας της πενταετούς προθεσμίας παραγραφής της παραγράφου 1 του άρθρου 84 του ΚΦΕ, από το τέλος της διαχειριστικής περιόδου που έπεται εκείνης, στην οποία αφορά η παράβαση.
11. ΣτΕ 2034/2024 – Βελτιώσεις σε ακίνητο τρίτου από το μισθωτή αποτελούν εισόδημα για τον εκμισθωτή – Έννοια της οικοδομής
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι οι βελτιώσεις που πραγματοποιούνται σε ακίνητο από τον μισθωτή, όταν παραμένουν στην κυριότητα του εκμισθωτή μετά τη λήξη της μίσθωσης, συνιστούν εισόδημα για τον εκμισθωτή και υπόκεινται σε φορολόγηση. Ειδικά στην υπό κρίση υπόθεση, οι εργασίες αφορούσαν δομικές επεμβάσεις στο ποδοσφαιρικό γήπεδο ιδιοκτησίας ερασιτεχνικού σωματείου, εκμισθωμένο σε ΠΑΕ.
Το ΣτΕ δέχθηκε επίσης ότι στην έννοια της οικοδομής, κατ’ άρθρο 21 παρ.1 περ.β, του ν. 2238/1994 εμπίπτει κάθε δομικό έργο, και δη, κάθε κατασκευή σταθερά συνδεδεμένη με το έδαφος και ως εκ τούτου και το ποδοσφαιρικό γήπεδο-στάδιο, όπως εν προκειμένω (πρβλ. ΣτΕ 1569/1969 υπό το καθεστώς του ν.δ/τος 3323/1995, στα άρθρα 17-18 του οποίου υπήρχαν παρόμοιες ρυθμίσεις).
Συνεπώς οι εργασίες που εκτέλεσε η ΠΑΕ (με κόστος άνω των 5 εκατ. ευρώ) αύξησαν την αξία του ακινήτου και δεν αποτελούσαν συνήθη συντήρηση, αλλά βελτιώσεις και επεκτάσεις.
12. ΣτΕ 2036/2024 – Οι τόκοι προνομιούχων μετοχών δεν αποτελούν επιχειρηματική δαπάνη και δεν εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα
To Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε την κρίση του Διοικητικού Εφετείου που είχε θεωρήσει εκπεστέο από τα ακαθάριστα έσοδα ποσό καταβληθέν ως “τόκος” σε κατόχους προνομιούχων μετοχών, οι οποίοι δεν είχαν ούτε δικαίωμα ψήφου ούτε συμμετοχή στα κέρδη.
Το ΣτΕ επανέλαβε ότι η μετοχική σχέση δεν είναι σχέση δανειστή και οφειλέτη (δεδομένου ότι ο μέτοχος ανώνυμης εταιρείας δεν είναι δανειστής της εταιρείας, ούτε καν υπό αίρεση), αλλά εκφράζει, κατά τα προεκτεθέντα, τον εταιρικό δεσμό ανάμεσα στην εταιρεία και τον μέτοχο (ΑΠ 1285/1980, 217/1981, 885/1994 κ.ά), από τον οποίο απορρέουν ορισμένα δικαιώματα, ρητώς κατονομαζόμενα στον νόμο, στα οποία ενδέχεται να συγκαταλέγεται (αναλόγως των οικείων προβλέψεων του καταστατικού της εταιρείας) και η αξίωση λήψης τόκου, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 3 του κ.ν. 2190/1920 [περί προνομιούχων μετοχών].
Η ικανοποίηση, συνεπώς, της αξίωσης αυτής, μέσω της καταβολής του αντίστοιχου ποσού, δεν εντάσσεται στο πλαίσιο της επιχειρηματικής και συναλλακτικής δραστηριότητας της εταιρείας, αλλά στο πλαίσιο του εταιρικού δεσμού της με τους μετόχους της, ως απόρροια της μετοχικής σχέσεως που τους συνδέει και, ως εκ τούτου, δεν δημιουργεί δαπάνη, δυνάμενη να εκπεσθεί από τα έσοδα της εταιρείας, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 21, 22, 23 και 47 του ν. 4172/2013. η μετοχική σχέση σε ανώνυμη εταιρεία δεν αποτελεί σχέση δανειστή – οφειλέτη, αλλά εταιρικό δεσμό, ακόμα και αν παρέχονται μέσω καταστατικών ρυθμίσεων προνόμια όπως τόκος επί της ονομαστικής αξίας των μετοχών.
Κατά συνέπεια, η απόληψη τόκου από προνομιούχες μετοχές δεν αποτελεί δαπάνη επιχειρηματικής φύσης και δεν είναι εκπεστέα από τα ακαθάριστα έσοδα κατά τα άρθρα 21, 22, 23 και 47 του ν. 4172/2013.
13. ΣτΕ 61/2025 – Ποσό που προήλθε από την εκκαθάριση της μονοπρόσωπης ΕΠΕ μπορεί να χρησιμοποιηθεί για τη δικαιολόγηση προσαύξησης περιουσίας
Το Συμβούλιο της Επικρατείας (Β΄ Τμήμα), με την υπ’ αριθ. 61/2025 απόφασή του, έκρινε ότι χρηματικό ποσό που προήλθε από την εκκαθάριση μονοπρόσωπης εταιρείας περιορισμένης ευθύνης (Ε.Π.Ε.), μπορεί να ληφθεί υπόψη για την κάλυψη ή τον περιορισμό προσαύξησης περιουσίας, εφόσον αποδεικνύεται η πραγματική εισροή και διάθεση του ποσού αυτού στη φορολογική χρήση στην οποία διαπιστώνεται η προσαύξηση.
Η απόφαση απορρίπτει την αίτηση της ΑΑΔΕ και επιβεβαιώνει ότι, όταν η σύσταση και η εκκαθάριση της εταιρείας έλαβαν χώρα σε διαφορετικά οικονομικά έτη, το ολόκληρο ποσό της εκκαθάρισης, εφόσον εισπράχθηκε και διασώζεται, δικαιολογεί την προσαύξηση περιουσίας.
14. ΣτΕ 134/2025 – ΦΠΑ και δωρεάν διάθεση μπύρας – Εκπτώσεις επί της τιμής πώλησης προϊόντων που χορηγούνται για εμπορικούς λόγους
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η διάθεση ποσοτήτων ζύθου υπό μορφή ποσοτικής έκπτωσης (σε είδος), δεν συνιστά αυτοπαράδοση ή χαριστική δωρεά, αλλά αποτελεί έκπτωση κατά την έννοια του άρθρου 19 παρ. 5 περ. α΄ του Κ.Φ.Π.Α.. Η χορήγησή της εντάσσεται σε αμφοτεροβαρή εμπορική σχέση και αποσκοπεί στη μείωση της τιμής μονάδας του προϊόντος. Επομένως, η αξία των εν λόγω ποσοτήτων δεν περιλαμβάνεται στη φορολογητέα βάση για τον υπολογισμό Φ.Π.Α., ανεξαρτήτως του αν φθάνει το 100% της αξίας. Το γεγονός αυτό δεν μεταβάλλει τη φύση της πράξης, ούτε θεμελιώνει εφαρμογή των διατάξεων περί αυτοπαράδοσης (άρθρο 7 Κ.Φ.Π.Α.) ή περιορισμού δικαιώματος έκπτωσης εισροών (άρθρο 30 παρ. 4 Κ.Φ.Π.Α.).
Το ΣτΕ απέρριψε ως αβάσιμο τον ισχυρισμό του Δημοσίου ότι η χορήγηση δωρεάν ζύθου υπαγόταν σε Φ.Π.Α. ως δωρεά χωρίς αντάλλαγμα ή για σκοπούς ξένους προς την επιχείρηση. Αντίθετα, έκρινε ότι το γεγονός πως η «έκπτωση» κάλυπτε πλήρως την αξία του προϊόντος δεν αναιρεί τον εμπορικό χαρακτήρα της πράξης, καθώς η πρακτική αποσκοπούσε στη βελτίωση των πωλήσεων. Συνεπώς, ορθώς η εταιρεία δεν συμπεριέλαβε τη σχετική αξία στη φορολογητέα βάση του φόρου.
Το Δικαστήριο διευκρίνισε, επίσης, ότι οι εκπτώσεις αυτές δεν εμπίπτουν στις ειδικές εξαιρέσεις των διατάξεων για οινοπνευματώδη ποτά, καθώς ο ζύθος δεν εξομοιώνεται με τα οινοπνευματώδη, αλλά αποτελεί διακριτή κατηγορία αλκοολούχου ποτού. Κατά συνέπεια, δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 Κ.Φ.Π.Α. για απαγόρευση έκπτωσης φόρου εισροών, ούτε οι ειδικοί περιορισμοί περί δείγματος/δώρου.
15. ΣτΕ 175/2025 – Προϋποθέσεις τοκογονίας αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου επί οίκοθεν συμψηφισμό του με τρέχουσες φορολογικές οφειλές
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι σε περίπτωση που η φορολογική αρχή προβαίνει αυτεπαγγέλτως (οίκοθεν) σε συμψηφισμό του αχρεωστήτως καταβληθέντος φόρου με άλλες τρέχουσες οφειλές του φορολογουμένου, ο συμψηφισμός ισοδυναμεί με επιστροφή κατά την έννοια του άρθρου 53 παρ. 2 ΚΦΔ. Συνεπώς, ο υπολογισμός τόκων επί του επιστραφέντος ποσού είναι επιτρεπτός, ακόμα και αν δεν έχει προηγηθεί έγγραφη αίτηση επιστροφής του φορολογουμένου, εφόσον το αίτημα έχει περιληφθεί ρητώς στη φορολογική δήλωση και δεν υπολείπεται ποσό προς επιστροφή.
Το Δικαστήριο θεώρησε ανεπίτρεπτη την απόρριψη του αιτήματος καταβολής τόκων από τη φορολογική αρχή για τον μόνο λόγο ότι δεν είχε προηγηθεί αυτοτελής αίτηση επιστροφής, δεδομένου ότι το προς επιστροφή ποσό είχε ήδη εξαντληθεί μέσω συμψηφισμού και δεν υπήρχε υπόλοιπο που θα μπορούσε να ζητηθεί επιπλέον. Το ΣτΕ θεμελίωσε την κρίση του στην ορθή ερμηνεία του άρθρου 53 ΚΦΔ, σύμφωνα με την οποία η απαίτηση για τόκους γεννάται αυτοτελώς και δεν εξαρτάται από την τυπική υποβολή ειδικής αίτησης, όταν έχει ήδη πραγματοποιηθεί ουσιαστικά η επιστροφή.
Κατά συνέπεια, ακύρωσε την απορριπτική απόφαση της Δ.Ε.Δ. και ανέπεμψε την υπόθεση στη φορολογική αρχή προκειμένου να επιστρέψει τους οφειλόμενους τόκους, κατόπιν νομίμου υπολογισμού.
16. ΣτΕ 252/2025 – Χαρακτηρισμός επιχείρησης ως εποχικής για την καταβολή τελών καθαριότητας και φωτισμού που αναλογεί στο χρόνο λειτουργίας της
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι ο χαρακτηρισμός μιας επιχείρησης ως εποχικής για σκοπούς υπολογισμού τελών καθαριότητας και φωτισμού δεν εξαρτάται από το είδος της επιχείρησης ούτε από το αν η διακοπή λειτουργίας οφείλεται σε αντικειμενικούς ή υποκειμενικούς λόγους. Κρίσιμο είναι το πραγματικό καθεστώς λειτουργίας της.
Η απαρίθμηση των εποχικών επιχειρήσεων στο άρθρο 5 ν. 429/1976 είναι ενδεικτική, και η υπεύθυνη δήλωση του επιχειρηματία αρκεί για να κινηθεί η διαδικασία. Ο δήμος έχει μεν τη δυνατότητα να ελέγξει εκ των υστέρων την ακρίβεια της δήλωσης, αλλά δεν μπορεί να αρνηθεί την απόφαση χαρακτηρισμού χωρίς αιτιολογία ή τεκμηριωμένη διάψευση.
Το ΣτΕ επιβεβαίωσε ότι πρόκειται για διαφορετική διαδικασία από την απαλλαγή των ακινήτων που ούτε χρησιμοποιούνται ούτε ηλεκτροδοτούνται καθ’ όλο το έτος, η οποία ρυθμίζεται με άλλο νομοθετικό πλαίσιο (ν. 25/1975, άρθρο 3 παρ. 1). Συνεπώς, η εποχικότητα συνιστά αυθύπαρκτη βάση μερικής απαλλαγής από τέλη, ανεξαρτήτως του αν το ακίνητο ηλεκτροδοτείται ή όχι εκτός εποχής.
Το ΣτΕ απέρριψε την αίτηση του Δήμου, κρίνοντας ότι όφειλε να αποφανθεί επί της υποβληθείσας αίτησης με βάση τις σχετικές προβλέψεις και να προσδιορίσει τα τέλη ανάλογα με τον χρόνο λειτουργίας της επιχείρησης.
17. ΣτΕ 282/2025 – Πρόστιμο σε λογιστή για την έκδοση εικονικών στοιχείων – Έννοια του «παντελώς αμέτοχου» στην έκδοση πλαστών-εικονικών τιμολογίων
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι λογιστής που ιδιοχείρως συνέταξε εικονικά τιμολόγια, καθ’ υπόδειξη τρίτου, δεν μπορεί να θεωρηθεί «παντελώς αμέτοχος», κατά την έννοια της απαλλακτικής διάταξης του άρθρου 40 παρ. 3 ν. 3220/2004.
Ο εν λόγω λογιστής:
-κατασκεύασε τιμολόγια από επιχείρηση τρίτου, τα οποία αναγράφουν ανύπαρκτες συναλλαγές,
-γνώριζε την απόκλιση αξιών μεταξύ σώματος και στελέχους,
-ωφέλησε εμμέσως πελάτες του τρίτου που του υπέδειξε την έκδοση,
-ομολόγησε την έκδοση, επικαλούμενος “καλή σύνταξη” του κειμένου.
Ως εκ τούτου όπως σημειώνει το ΣτΕ, πρόσωπο, και μάλιστα, λογιστής, ο οποίος, καθ’ υπόδειξη άλλου προσώπου, κατασκεύασε-συμπλήρωσε και προμήθευσε πλαστά-εικονικά φορολογικά στοιχεία, για ανύπαρκτες συναλλαγές, τα οποία έχουν εκδοθεί όχι από δική του επιχείρηση, αλλά από υπαρκτή επιχείρηση τρίτου, δεν μπορεί να υπαχθεί στην, κατά την απαλλακτική διάταξη του άρθρου 40 παρ. 3 του ν. 3220/2004, έννοια του «παντελώς αμετόχου» στις συγκεκριμένες συναλλαγές για τις οποίες έχουν εκδοθεί τα φορολογικά στοιχεία. Επομένως νομίμως επιβάλλεται σε βάρος του πρόστιμο για την παράβαση της έκδοσης πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων (πρβλ. ΣτΕ 858/2017, ΣτΕ 249/2024 παραπεμπτική στην 7μελή σύνθεση, 3276/ 2014).
Το ΣτΕ απέρριψε επίσης τους ισχυρισμούς περί καλής πίστης, καθώς δεν νοείται καλή πίστη σε περιπτώσεις έκδοσης πλαστών-εικονικών φορολογικών στοιχείων (ΣτΕ 800/2023 κ.ά.).
18. ΣτΕ 482/2025 – Περιορισμός της επέκτασης της προθεσμίας παραγραφής σε περίπτωση δικαστικής ακύρωσης της καταλογιστικής πράξης λόγω τυπικής πλημμέλειας
Κατά την ερμηνεία των διατάξεων της παραγράφου 6 του άρθρου 84 ΚΦΕ, όπως ίσχυαν για τη φορολογία εισοδήματος προ της ισχύος του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας, η δυνατότητα του Δημοσίου να επανεκδώσει καταλογιστική πράξη εντός ενός έτους από την κοινοποίηση ακυρωτικής δικαστικής απόφασης περιορίζεται σε μία και μόνον φορά. Η εν λόγω παρέκταση της πενταετούς παραγραφής, ως εξαιρετικού χαρακτήρα ρύθμιση, ερμηνεύεται στενά και χωρεί αποκλειστικά και μόνον για τη συμμόρφωση σε ακυρωτική απόφαση, εφόσον αυτή κοινοποιήθηκε το τελευταίο έτος της παραγραφής ή μετά την πάροδο αυτής.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι επανεκκίνηση της μονοετούς αυτής προθεσμίας είναι επιτρεπτή κάθε φορά που μια νέα, εκδοθείσα στο πλαίσιο προηγούμενης συμμόρφωσης, πράξη ακυρώνεται εκ νέου για διαφορετικό τυπικό λόγο. Τυχόν αντίθετη εκδοχή, που θα επέτρεπε επαναλαμβανόμενες παρεκτάσεις της προθεσμίας παραγραφής για την εκ νέου έκδοση πράξεων απαλλαγμένων από τυπικές πλημμέλειες, δεν στηρίζεται στο γράμμα του νόμου και αντίκειται στις αρχές της ασφάλειας δικαίου και της προβλεψιμότητας της φορολογικής επιβάρυνσης, όπως κατοχυρώνονται από το Σύνταγμα (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α΄).
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι η εκ νέου έκδοση καταλογιστικής πράξης από τη Φορολογική Διοίκηση μετά την εξάντληση της μονοετούς παρέκτασης είναι μη νόμιμη και ότι η σχετική αξίωση του Δημοσίου είχε υποπέσει σε παραγραφή. Συνεπώς, η νέα καταλογιστική πράξη, εκδοθείσα κατόπιν δεύτερης κατά σειρά ακύρωσης προηγούμενης πράξης, εκδόθηκε εκπροθέσμως και ακυρώθηκε.