O Ανδρέας V. Finch γεννήθηκε στο Βανκούβερ του Καναδά και ήρθε στην Ελλάδα με την οικογένεια του στα 6 του και στα τέλη του 1980. Και όπως χαρακτηριστικά μου περιγράφει ακόμα θυμάται τις πρώτες εικόνες της Ελλάδας με αναλλοίωτη ευκρίνεια, τα σταφύλια φορτωμένα σε τρίκυκλα, τα κατεστραμμένα νεοκλασικά κτήρια στολισμένα με μεγάλες διαφημιστικές επιγραφές,τα προποτζίδικα, και φυσικά, τα κίτρινα περίπτερα.
Μεγάλωσε στο κέντρο της Αθήνας διατηρώντας στενή επαφή με το παλιό εμπορικό κέντρο της, όπως την οδό Αιόλου, την Αθηνάς καθώς και ευρύτερα με την περιοχή του Μοναστηρακίου.
Αστικές περιπλανήσεις & καθημερινές εξερευνήσεις
Tο στοιχείο του ιστορικού ή και πιο απλά, του παλαιού, ήταν εκείνο που έδινε πάντα το ελαφρώς “ξεθωριασμένο” του παρόν στο αστικό αθηναϊκό περιβάλλον της εποχής και αυτό που τον ενθουσίαζε ήταν ο ανεπιτήδευτος τρόπος που διαρκώς παρεμβάλλοταν ανάμεσα στα στοιχεία του εκμοντερνισμού της πόλης. Ο διάλογος μεταξύ παλαιού και μοντέρνου είναι άλλωστε, εκείνος που προκαλεί στους περαστικούς την ενσυνείδητη παρατήρηση ή και το συναίσθημα της νοσταλγίας με σκοπό να δικαιολογηθεί η όποια αρχική οπτική σύγχυση.
Μεγαλώνοντας, κατά την εφηβεία προέκυψε μέσα του η ανάγκη της εξερεύνησης αλλά και της συλλογής. Ξεκίνησε συλλέγοντας οποιοδήποτε παλαιό αντικείμενο σχετιζόταν με την αστική καθημερινότητα: αναπτήρες, ταξίμετρα, διαφημιστικά και κυρίως παιχνίδια καθώς εκτιμά ιδιαίτερα τον ιδιαίτερο τρόπο σχεδιασμού τους και την εικαστική προσέγγιση ως προς τα στοιχεία που εκπροσωπούν.
Συνεπώς, όλες οι εκδρομές και τα ταξίδια του Ανδρέα αποτελούσαν αφορμή να εξερευνήσει και να παίξει το δικό του αγαπημένο παιχνίδι, εκείνο του “κρυμμένου θησαυρού” και της ανεύρεσης αντίστοιχων αντικειμένων.
Στην ελληνική επαρχία, σε πόλεις και χωριά, ρωτώντας κυρίως τους ηλικιωμένους και τους περιπτεράδες, όλο και κάποια ξεχασμένη αποθήκη ψιλικών βρισκόταν ώστε να ικανοποιήσει την ανάγκη της εύρεσης. Όσο για το εξωτερικό, φρόντιζε να γνωρίζει εκτενώς την κάθε χώρα που επισκεπτόταν, κυρίως, μέσα από τα κατάλοιπα της. Άλλωστε πιστεύει ακράδαντα ότι από αυτά τα στοιχεία είναι που μπορεί κανείς πολύ εύκολα να αντιληφθεί τις ανάγκες, τις ανησυχίες, την λαογραφία και τις δυνατότητες των λαών.
Στη συνέχεια, ξεκίνησε να δραστηριοποιείται και εμπορικά στον τομέα, έχοντας λάβει πολύτιμη γνώση από παλιούς εμπόρους οι οποίοι τον γνώριζαν από παιδί. Συνήθιζε ακόμα να βρίσκει επίσης συγγενείς παλιών συλλεκτών που είχαν φύγει από τη ζωή, παλιά μαγαζιά που είχαν κλείσει ακόμα και ψιλικατζίδικα. Το νεαρό της ηλικίας του τότε αναμφίβολα βοηθούσε στην αντιμετώπιση που λάμβανε, με αποτέλεσμα μέσα σε λίγο καιρό εμπορευόταν διαδικτυακά σε παγκόσμια κλίμακα μέσω διάφορων πλατφορμών και οίκων δημοπρασιών.
Τα παιχνίδια επικρατούσαν ως το πιο κερδοφόρο και περιζήτητο είδος τότε, συνεπώς επικεντρώθηκε σε αυτά οδηγούμενος από την αδυναμία που τους είχε και ως συλλέκτης. Πολλά σπάνια κομμάτια βρέθηκαν στην Ελλάδα, συνήθως ως μικρές εισαγωγές που έκαναν οι ναυτικοί παλιά, μαζί με άλλα αντικείμενα. Ενώ οι πλημμύρες του φθινοπώρου ξέβραζαν ευρήματα καθώς όλοι άδειαζαν υπόγεια και πατάρια. Το ίδιο και την άνοιξη καθώς ξεκινούσαν τα γκρεμίσματα και οι ανακαινίσεις, οι παιχνιδιάρικοι ένοικοι άλλαζαν ιδιοκτήτες.
Από τα παλιά παιχνίδια στη σύγχρονη πρακτική του 3D Printing
Το όνειρο του ωστόσο ήταν να ασχοληθεί με το βιομηχανικό σχέδιο, αλλά όπως λέει, ήταν πλέον αργά καθώς τον είχε συνεπάρει για τα καλά ο κόσμος του παρελθόντος. Διατήρησε όμως επαφή με το σχέδιο ερασιτεχνικά, ώσπου και αγόρασε το πρώτο του 3D printer το 2015.
Εκεί ήταν που άνοιξε ο δρόμος της υλοποίησης πολλών θεωρητικών σχεδίων και ιδεών. Το πρώτο πράγμα που σκέφτηκε ήταν να φτιάξει “τα παιχνίδια που δεν παράχθηκαν παλιά”, όπως τα φανταζόταν εκείνος, βάσει της στενής σχέσης που είχε με το είδος.
Αρχικά δημιούργησε το χαρακτηριστικό κίτρινο, ελληνικό περίπτερο με μια εικαστική προσέγγιση που είναι εφάμιλλη με αυτή των παλαιών παιχνιδιών, διατηρώντας αυτή την λεπτή ισορροπία μεταξύ απλοϊκότητας και λεπτομέρειας. Χάρη στην προαναφερόμενη νοσταλγία, έγινε γρήγορα δημοφιλές βρήκε τον δρόμο του προσεγγίζοντας τους περαστικούς με την “πραμάτεια” αλλά και τα δομικά, αρχιτεκτονικά του στοιχεία σε αρκετές εκθέσεις.
Και από “ολόκληρα” περίπτερα… ως τη σειρά “Microfinch”
Η επιτυχία του ήταν άλλωστε που ενθάρρυνε τον Ανδρέα να δραστηριοποιηθεί στον τομέα των εικαστικών πλέον, στηριζόμενος στην ίδια θεματολογία μεν, αλλά προσθέτοντας διάφορα πιο προσωπικά στοιχεία. Παράλληλα, συνειδητοποίησε πως είχε σχεδιάσει ένα αντικείμενο που έχαιρε ζήτησης, την οποία δεν μπορούσε σε εκείνο το αρχικό στάδιο να καλύψει. Έτσι ακολουθώντας το αρχικό σχέδιο του περιπτέρου, σχεδίασε μια μινιατούρα μικρού μεγέθους, βελτιστοποιημένη για εξ’ολοκλήρου 3D printed μαζική παραγωγή.
Κι επειδή η τυποποίηση με την ανάλογη συσκευασία παρέχει περαιτέρω έδαφος για καλλιτεχνική έκφραση, φρόντισε να συσκευάσει το προϊόν αναλόγως, σε συνοχή με την ίδια νοσταλγική αισθητική. Η σειρά των μινιατούρων αυτών ονομάστηκε ‘Microfinch’ και σταδιακά εμπλουτίζεται με μινιατούρες διάφορων τοπόσημων και στοιχείων της Αθήνας όπως το Θέατρο Rex, η Αψίδα του Αδριανού, ένα κιόσκι με κουλούρια και αρκετά ακόμα που βρίσκονται σε εξέλιξη.
Είναι εκείνος ο “διάλογος” μεταξύ μοντέρνου και παλαιού, μου επισημαίνει όπως κλείνει η συζήτηση μας, που παραμένει ανοιχτός και ανανεώνεται, που βρίσκει τον δρόμο του στην καθημερινότητα όσων μοιράζονται τις ίδιες ανησυχίες και που σε πείσμα των καιρών, χωρά ενίοτε σε συσκευασία τσέπης.