
Σήμερα, οι επιχειρήσεις στην Ελλάδα όλο και αυξάνουν λίγο ή πολύ την χρήση ΑΙ εργαλείων, ενώ οι εργαζόμενοι προσπαθούν να προσαρμοστούν στις νέες απαιτήσεις, αποκαλύπτοντας ένα αυξανόμενο χάσμα δεξιοτήτων που επηρεάζει ήδη παραγωγικότητα και ανταγωνιστικότητα.
ΑΙ: «Τρέχει» με υψηλούς ρυθμούς η Ελλάδα
Σύμφωνα με νέα μελέτη της Amazon Web Services (AWS), το 34% των ελληνικών επιχειρήσεων χρησιμοποιεί πλέον συστηματικά Τεχνητή Νοημοσύνη, έναντι 22% πέρυσι — μια αύξηση 55% σε ετήσια βάση, τη δεύτερη υψηλότερη στην Ευρώπη. Πάνω από 400.000 ελληνικές επιχειρήσεις αξιοποιούν λύσεις AI, με 60.000 να τις υιοθέτησαν μόνο το τελευταίο έτος.
Η δυναμική αυτή οφείλεται κυρίως στο οικοσύστημα των νεοφυών επιχειρήσεων, όπου πάνω από το 50% των startups έχει ήδη ενσωματώσει λύσεις AI, και το 25% αξιοποιεί προηγμένες εφαρμογές όπως η συνδυαστική χρήση μοντέλων ή η ανάπτυξη προσαρμοσμένων συστημάτων. Αντίθετα, οι μεγάλες επιχειρήσεις κινούνται πιο συντηρητικά, παραμένοντας σε βασικές εφαρμογές αυτοματοποίησης ή πιλοτικά έργα.
Η έρευνα δείχνει πως το 89% των εταιρειών που έχουν εφαρμόσει AI αναφέρει αύξηση εσόδων (κατά μέσο όρο 18%), καθώς και βελτίωση της παραγωγικότητας και της εξυπηρέτησης πελατών. Δηλαδή πλέον η Τεχνητή Νοημοσύνη δεν είναι απλώς τεχνολογία, αλλά παράγοντας επιχειρηματικής επιτυχίας.
Το εμπόδιο των δεξιοτήτων: μια νέα «ψηφιακή ανισότητα»
Ωστόσο, όσο αυξάνεται η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης, τόσο εντείνεται το έλλειμμα δεξιοτήτων. Μόνο το 18% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι διαθέτει ισχυρές εσωτερικές ικανότητες AI, ενώ σχεδόν οι μισές (45%) αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εξεύρεση εγχώριων ταλέντων.
Περισσότερες από τις μισές εταιρείες αναφέρουν ότι η έλλειψη ψηφιακών δεξιοτήτων περιορίζει την καινοτομία, ενώ το 50% σημειώνει αύξηση του λειτουργικού κόστους εξαιτίας της. Για να προσελκύσουν τα κατάλληλα στελέχη, οι επιχειρήσεις προσφέρουν κατά μέσο όρο 42% υψηλότερους μισθούς σε υποψήφιους με ισχυρό τεχνολογικό υπόβαθρο, ενώ το 27% έχει ήδη υλοποιήσει προγράμματα εκπαίδευσης ειδικά για AI. Παράλληλα, ένας στους τρεις εργαζομένους έλαβε ψηφιακή κατάρτιση μέσα στο τελευταίο έτος.
Η AWS επισημαίνει επίσης ότι οι ελληνικές επιχειρήσεις δαπανούν σημαντικά ποσά για συμμόρφωση και ρυθμιστικά θέματα: περίπου 43 ευρώ από κάθε 100 κατευθύνονται σε κανονιστική συμμόρφωση, ποσοστό υψηλότερο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Το βάρος αυτό, εκτιμάται, θα αυξηθεί στα επόμενα τρία χρόνια.
Εργαζόμενοι σε αναζήτηση ταυτότητας – λίγοι είναι έτοιμοι
Σε παγκόσμιο επίπεδο, σύμφωνα με την έρευνα Global Workforce of the Future 2025 του Ομίλου Adecco, μόλις 11% των εργαζομένων θεωρούνται “future-ready” — δηλαδή, ικανοί να προσαρμοστούν στις τεχνολογικές και οργανωτικές αλλαγές της νέας εποχής. Στην Ελλάδα, το ποσοστό αυτό υποχωρεί δραματικά στο 5%.
Ποιοι είναι αυτοί οι εργαζόμενοι; Όσοι διαθέτουν προσαρμοστικότητα (adaptability) στις αλλαγές, τεχνολογική εξοικείωση (tech-savviness), προδραστικότητα (proactivity) στην προσωπική τους ανάπτυξη.
Το 93% αυτών έχει εξατομικευμένο πλάνο ανάπτυξης, ενώ το 95% συμμετέχει σε εκπαιδεύσεις ηγεσίας. Αυτό αποδεικνύει ότι οι δεξιότητες του μέλλοντος δεν είναι έμφυτες, αλλά αποτέλεσμα συστηματικής επένδυσης από τους ίδιους και τους εργοδότες τους.
Από την πρόσληψη στο upskilling – Τι πρέπει να κάνουν οι οργανισμοί
Η μεγαλύτερη πρόκληση για τους οργανισμούς σήμερα δεν είναι απλώς να προσλάβουν άτομα με γνώσεις AI, αλλά να δημιουργήσουν μια κουλτούρα μάθησης που θα εξελίσσει συνεχώς το ανθρώπινο δυναμικό τους.
Εκτιμάται – σύμφωνα με τα στοιχεία -πως δύο στους τρεις ηγέτες το 2024 προτίμησαν να καλύψουν το κενό στις AI δεξιότητες μέσω προσλήψεων και όχι εκπαίδευσης. Αυτή η προσέγγιση όμως αυξάνει το κόστος και δημιουργεί χάσμα δεξιοτήτων.
Οι οργανισμοί που επενδύουν σε εσωτερική ανάπτυξη δεξιοτήτων προστατεύουν την ανταγωνιστικότητά τους και ενισχύουν την ανθεκτικότητά τους, καθώς οι «future-ready» εργαζόμενοι αποτελούν το θεμέλιο μιας ανθεκτικής και καινοτόμου επιχείρησης.
Από τα στοιχεία των παραπάνω ερευνών φαίνεται ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή: η ταχεία υιοθέτηση της Τεχνητής Νοημοσύνης δείχνει ώριμο επιχειρηματικό ενδιαφέρον, αλλά η επιτυχία θα εξαρτηθεί από το αν θα γεφυρωθεί το χάσμα δεξιοτήτων. Οι εταιρείες που θα επενδύσουν στην εκπαίδευση και στη δημιουργία future-ready ομάδων θα αποκτήσουν διατηρήσιμο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα.