Επιχειρήσεις

Οι δομικές προκλήσεις στις ελληνικές ΜμΕ, το οικονομικό κλίμα και η ποιοτική εργασία

Ειδικότερα:

Μια πιο αισιόδοξη, αν και ακόμη εύθραυστη, εικόνα για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρουσιάζει η φθινοπωρινή έκδοση του «Βαρομέτρου των ΜμΕ 2025» της SMEunited, η οποία παρουσιάστηκε στις Βρυξέλλες. Σύμφωνα με την ανάλυση που κοινοποίησε το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Πειραιώς (ΕΒΕΠ), ο Δείκτης Επιχειρηματικού Κλίματος ανήλθε στις 74,1 μονάδες, το υψηλότερο επίπεδο από το 2022, δείχνοντας ότι το επιχειρηματικό περιβάλλον στην Ευρώπη ανακάμπτει, έστω με προσοχή.

Η βελτίωση αποδίδεται στη σταθεροποίηση των τιμών ενέργειας, στην υποχώρηση του πληθωρισμού και στη σταδιακή πτώση των επιτοκίων – παράγοντες που επιτρέπουν στις ΜμΕ να επαναφέρουν σταδιακά τη ρευστότητα και την εμπιστοσύνη τους. Ενώ οι επιχειρήσεις της Βόρειας Ευρώπης επωφελούνται ταχύτερα από τη σταθερότητα και το φθηνότερο χρήμα, οι ΜμΕ του Νότου, συμπεριλαμβανομένων των ελληνικών, διατηρούν ισχυρή παρουσία κυρίως στους τομείς υπηρεσιών, εμπορίου και τουρισμού, αξιοποιώντας τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Στην Ελλάδα, η εικόνα είναι παρόμοια: η επιχειρηματική δραστηριότητα δείχνει ανθεκτικότητα, ιδίως στις μικρές επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στην περιφέρεια, ενώ αυξάνονται οι προσδοκίες για νέες επενδύσεις στον τουρισμό, τη ναυτιλία, το εμπόριο και την πράσινη μετάβαση. Ωστόσο, όπως επισημαίνει το ΕΒΕΠ, «η ανάκαμψη παραμένει εύθραυστη», καθώς οι πιέσεις από το κόστος ενέργειας και τις αυξήσεις μισθών δεν έχουν ακόμη εξισορροπηθεί από την αύξηση της παραγωγικότητας.

Το ευρωβαρόμετρο καταγράφει ανοδική πορεία σε βασικούς δείκτες – κύκλο εργασιών, παραγγελίες και επενδύσεις – γεγονός που δείχνει ότι η ευρωπαϊκή οικονομία κινείται σε τροχιά σταθεροποίησης. Η μεταποίηση εξακολουθεί να αντιμετωπίζει προκλήσεις, αλλά ο κατασκευαστικός τομέας παρουσιάζει ενδείξεις ανάκαμψης, ενώ ο τομέας των υπηρεσιών παραμένει η «ατμομηχανή» της ευρωπαϊκής οικονομίας.

Σε ό,τι αφορά την απασχόληση, η κατάσταση είναι πιο σύνθετη: Παρά τη μικρή μείωση των κενών θέσεων εργασίας – στο χαμηλότερο επίπεδο τετραετίας – δεν διαφαίνεται ουσιαστική πρόοδος στον τομέα της ποιοτικής εργασίας. Στο πρόσφατο φόρουμ της Πορτογαλίας επισημάνθηκε ότι δεν υπάρχει κοινό ευρωπαϊκό πλαίσιο που να ορίζει τι συνιστά «ποιοτική εργασία», καθώς κάθε χώρα έχει διαφορετικές πραγματικότητες και προτεραιότητες.

Από τη πλευρά του ο πρόεδρος του ΕΒΕΠ, Βασίλης Κορκίδης, σχολιάζοντας τα ευρήματα του βαρόμετρου, τόνισε πως «οι αυξήσεις στο πραγματικό εισόδημα ενισχύουν την ιδιωτική κατανάλωση και συμβάλλουν σε μια μικρή ανάκαμψη των ΜμΕ στην ΕΕ». Ωστόσο, προειδοποίησε ότι οι αυξήσεις μισθών πρέπει να συνδέονται με την παραγωγικότητα και την ανταγωνιστικότητα, «ώστε να επιτευχθεί ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνική πρόοδο και τη βιώσιμη ανάπτυξη».

Στο επίκεντρο των συζητήσεων σε ευρωπαϊκό επίπεδο παραμένει ο Χάρτης Πορείας για Ποιοτικές Θέσεις Εργασίας και η Ισορροπία Εργασίας-Ζωής, με έμφαση στις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, στις υπηρεσίες φροντίδας και στην ισότητα των φύλων.

Για τις ελληνικές επιχειρήσεις, αυτά τα ζητήματα είναι ιδιαίτερα κρίσιμα, καθώς αποτελούν βασική προϋπόθεση για τη διατήρηση ταλέντων και τη βελτίωση του εργασιακού περιβάλλοντος.

epixeiriseis2024.jpg?mtime=20240123162328#asset:457395

Ανθεκτικότητα μεν, αλλά και βαθιές δομικές προκλήσεις: Σε σταυροδρόμι οι ΜμΕ

Ανθεκτικότητα, ευελιξία και επιμονή: τρεις λέξεις που περιγράφουν με ακρίβεια τη στάση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ) στην Ελλάδα απέναντι στις αλλεπάλληλες κρίσεις της τελευταίας δεκαετίας.

Πρόσφατη ειδική ανάλυση της Alpha Bank για τις ΜμΕ δείχνει πως, παρά τις θετικές επιδόσεις, ο δρόμος της βιώσιμης ανάπτυξης περνάει μέσα από σημαντικές προκλήσεις – τόσο συγκυριακές όσο και βαθιά δομικές.

Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι ΜμΕ αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας: το 99,9% των επιχειρήσεων του μη χρηματοπιστωτικού τομέα, το 84,7% της απασχόλησης και το 62,8% της πραγματικής Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ). Το 2024, μάλιστα, καταγράφηκαν 79 ΜμΕ ανά 1.000 κατοίκους, έναν από τους υψηλότερους δείκτες στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις, οι ελληνικές ΜμΕ ενισχύθηκαν σε αριθμό, απασχόληση και παραγόμενο προϊόν, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις (λιγότεροι από 10 εργαζόμενοι) να οδηγούν την ανοδική πορεία. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι η τάση αυτή θα συνεχιστεί και το 2025, με διψήφια αύξηση σε απασχόληση και προστιθέμενη αξία.

Παραγωγικότητα, ψηφιακή μετάβαση και πρόσβαση στη χρηματοδότηση στο επίκεντρο

Παρά τη θετική εικόνα, οι ελληνικές ΜμΕ εξακολουθούν να υστερούν σε δύο κρίσιμους τομείς: παραγωγικότητα και ψηφιακό μετασχηματισμό. Η προστιθέμενη αξία ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα παραμένει η χαμηλότερη στην ΕΕ-27, μόλις 20,1 χιλ. ευρώ, με τις πολύ μικρές επιχειρήσεις να υπολείπονται αισθητά των μικρών και μεσαίων.

Οι λόγοι, σύμφωνα με την ανάλυση, είναι δομικοί. Πολλές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται σε κλάδους υπηρεσιών και μεταποίησης χαμηλής τεχνολογικής έντασης, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζουν δυσκολίες στην εύρεση εξειδικευμένου προσωπικού – πρόβλημα που αναφέρει το 1/3 των ελληνικών ΜμΕ, σύμφωνα με την έρευνα SAFE της ΕΚΤ.

Το κόστος ενέργειας, το υψηλό ρυθμιστικό βάρος και η περιορισμένη πρόσβαση στη χρηματοδότηση αποτελούν επίσης σημαντικά εμπόδια. Ενδεικτικά, το 14% των ελληνικών ΜμΕ δηλώνει ότι η χρηματοδότηση είναι η κυριότερη πρόκληση – το υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ-27.

Η απάντηση, όπως σημειώνουν οι οικονομολόγοι, βρίσκεται στην ενεργή αξιοποίηση των αναπτυξιακών εργαλείων, όπως το Ταμείο Ανάκαμψης και το ΕΣΠΑ, που μπορούν να στηρίξουν επενδύσεις σε τεχνολογία, πράσινη μετάβαση, καινοτομία και συνεργατικά σχήματα. Ήδη έχουν συμβασιοποιηθεί 265 δάνεια ΜμΕ συνολικού ύψους 2,79 δισ. ευρώ, ενώ επιδοτήσεις 1,4 δισ. ευρώ διοχετεύονται σε δράσεις ψηφιακού μετασχηματισμού και εξοικονόμησης ενέργειας.

Η ψηφιοποίηση, ωστόσο, παραμένει ζητούμενο. Μόλις το 53,4% των ΜμΕ διαθέτει βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης – ποσοστό που κατατάσσει την Ελλάδα στην προτελευταία θέση της ΕΕ. Αν και η χρήση τεχνητής νοημοσύνης και ηλεκτρονικών πωλήσεων αυξήθηκε θεαματικά μετά την πανδημία, η σύγκλιση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο απαιτεί συνέπεια, στρατηγική και υποστήριξη από το κράτος και τους θεσμούς.

Το ζητούμενο πλέον είναι η μετάβαση από την «ανθεκτικότητα στην κρίση» στην παραγωγική, ψηφιακή και εξωστρεφή ανάπτυξη — μια πρόκληση που θα καθορίσει τη θέση των ελληνικών ΜμΕ στην οικονομία της επόμενης δεκαετίας.