Σήμερα υπολογίζεται πως περισσότεροι από 350.000 Έλληνες της γενιάς του brain drain – εκείνων που έφυγαν τα χρόνια της κρίσης σε αναζήτηση καλύτερων ευκαιριών απασχόλησης – έχουν επιστρέψει. Δεν είναι βέβαια σαφές πόσοι έφυγαν ξανά ή λίγο μετά την πανδημία του 2020…
Τι και αν υπάρχουν σημαντικές πρωτοβουλίες της Πολιτείας για φοροελαφρύνσεις σε start ups και κίνητρα στο πλαίσιο του επαναπατρισμού, οι βασικοί λόγοι επιστροφής είναι προσωπικοί (οικογένεια), κάτι που σίγουρα δεν είναι αμελητέο.
Βέβαια η θετική πορεία της χώρας λειτούργησε ως έξτρα κίνητρο επαναπατρισμού για ένα σημαντικό ποσοστό σε πολλούς από τους ανθρώπους – εργαζόμενους.
Υπενθυμίζεται πως η πλειονότητα έφυγε από την Ελλάδα την περίοδο 2010-2012, χρονιές δύσκολες εν μέσω Μνημονίου Ι και ΙΙ, ενώ οι πρώτες χώρες προορισμού υπήρξαν η Γερμανία (25%) και η Μεγάλη Βρετανία (16%) και η Ολλανδία (8%).
Όπως αναφέρει αναλυτικά σε έρευνα το ΕΚΤ για το Brain Gain, οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στη μετεγκατάσταση στο εξωτερικό ήταν οικονομικοί και επαγγελματικοί (89%), και μόνο 10% προσωπικοί και οικογενειακοί λόγοι.
Ο κύριος όγκος του δείγματος, που επέλεξε ως τόπο διαμονής και εργασίας το εξωτερικό, προήλθε από ανθρώπους που ζούσαν στην Ελλάδα (81%), ενώ μόλις το 17% αποφάσισε να παραμείνει στο εξωτερικό όπου είχε μεταβεί για σπουδές.
Το 60% των εργαζομένων απορροφήθηκε από τον ιδιωτικό τομέα, ενώ μόλις το 11% απασχολήθηκε στο Δημόσιο. Επίσης, το 13% δήλωσε ελεύθερος επαγγελματίας και το 3% ιδιοκτήτης επιχείρησης. Το 58% των εργαζομένων είχε μηνιαίες αποδοχές άνω των 3.000 ευρώ (μεικτά μηνιαίως), γεγονός που σχετίζεται με το διαφορετικό κόστος ζωής.
Οι περισσότεροι (ποσοστό 73%) δήλωσαν ότι η εμπειρία στο εξωτερικό τους έκανε πιο ανταγωνιστικούς, και εφαρμόζουν στην τωρινή τους εργασία (ποσοστό 74%) την τεχνογνωσία και τις δεξιότητες που απέκτησαν εκείνη την περίοδο.
Σημειώνεται πάντως πως προηγούμενη μελέτη των ΕΚΤ και ΣΕΒΕ τόνιζε πως το 25% των επιχειρήσεων που αναζητούν σήμερα προσωπικό, έχει προσλάβει την τελευταία τριετία Έλληνες που επέστρεψαν από το εξωτερικό.
Η νέα ζωή στην Ελλάδα και οι τομείς απασχόλησης με μεγαλύτερο ενδιαφέρον
Στους τομείς που σήμερα η ελληνική οικονομία ανθεί, όπως είναι λογικό, οι Έλληνες βρίσκουν εργασία. Δηλαδή, σε κατασκευές και πληροφορική για παράδειγμα.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, oι κυριότεροι τομείς απασχόλησης όσων επέστρεψαν είναι οι ακόλουθοι: Κατασκευές (11%), Εκπαίδευση (10%), Νέες Τεχνολογίες – Πληροφορική (10%), Συμβουλευτικές Υπηρεσίες (7), Υγεία (7%), Χονδρικό – Λιανικό Εμπόριο (6%), Τουρισμός (6%).
Το μεγαλύτερο ποσοστό του ανθρώπινου δυναμικού (46%) απασχολείται σε ελληνικές επιχειρήσεις και οργανισμούς, ενώ το 21% δηλώνει «αυτοαπασχολούμενος/ελεύθερος επαγγελματίας». Το 7% εργάζεται εξ αποστάσεως για εταιρεία/οργανισμό του εξωτερικού.
Όσον αφορά τις μηνιαίες αποδοχές στην Ελλάδα (μεικτά μηνιαίως), το 44% λαμβάνει αποδοχές άνω των 1.500 ευρώ (το 27% από 1.501 έως 3.000 ευρώ, το 17% από 3.001 ευρώ και άνω).
Το πιο σημαντικό στοιχείο όμως είναι πως το γεγονός ότι φορολογικά κίνητρα ειδικά στοχευμένα σε Έλληνες που επαναπατρίζονται δεν αποτέλεσαν σημαντικό λόγο επιστροφής (το 84% δεν εκμεταλλεύτηκε κάποιο φορολογικό κίνητρο στοχευμένο σε Έλληνες που επαναπατρίζονται).
Το 67,6% όσων επέλεξαν να επιστρέψουν στην Ελλάδα έχει οικογένεια. Επίσης, το 52% των ερωτώμενων έχει παιδιά.
Λέμε συνεχώς τα «κακώς κείμενα» αλλά… είναι η Ελλάδα μέρος για να ζεις
Το χάσμα σε μισθούς, υποδομές, ΜΜΜ, τηλεπικοινωνίες σε σχέση με τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους παραμένει μεγάλο. Μεγάλες είναι διαφορές ακόμη και σε άλλα κρίσιμα ζητήματα της καθημερινότητας – διαβίωσης.
Ωστόσο, σύμφωνα με τα αποτελέσματα της έρευνας, η Ελλάδα αξιολογείται από το 55% των ερωτηθέντων ως «ένας καλός τόπος για να ζει κανείς», κάτι που αναδεικνύεται και στην αξιολόγηση των επιμέρους χαρακτηριστικών της Ελλάδας, όπου ξεχωρίζει η ποιότητα ζωής, με το ποσοστό θετικής γνώμης να ανέρχεται σε 56%.
Στο ερώτημα «Τι θα βοηθούσε στον επαναπατρισμό περισσότερων Ελλήνων του εξωτερικού;», το 79% απαντάει «Καλύτερη λειτουργία των θεσμών» (Πάρα πολύ & Αρκετά) και το 78% «Βελτίωση και εκσυγχρονισμός στις δομές και τις υποδομές του κράτους».
Όσον αφορά τις μελλοντικές προοπτικές, το 51% δηλώνει αισιοδοξία για το μέλλον (σίγουρα ή μάλλον ναι), και η πλειονότητα (49% σίγουρα ή μάλλον ναι) θα παρότρυνε φιλικό ή συγγενικό πρόσωπο που εργάζεται στο εξωτερικό να επιστρέψει στην Ελλάδα.
Μια «ακτινογραφία» από ΕΡΓΑΝΗ: Αυξητικές τάσεις στους μισθούς
Αν και οι διαφορές όπως προείπαμε είναι μεγάλες με το εξωτερικό (όπως και το κόστος ζωής ακόμη τουλάχιστον) σημαντικές αυξήσεις – σε ποσοστιαία μεταβολή – στους μισθούς βλέπει η πλειονότητα των εργαζομένων στη χώρα μας, σύμφωνα με τα στοιχεία του Πληροφοριακού Συστήματος «ΕΡΓΑΝΗ». Άλλωστε, ταλέντο ερχόμενο από το εξωτερικό, πεπειραμένα πλέον στελέχη με εμπειρίες σε πολυεθνικές και άλλοι εργαζόμενοι θα αναζητήσουν σίγουρα αρχικά εργασίες με υψηλότερες αποδοχές από τους σημερινούς μέσους όρους στην ελληνική αγορά εργασίας. Τι συναντούν όμως εδώ;
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, για τον μήνα Σεπτέμβριο του 2024, στους 20 κλάδους με τη μεγαλύτερη απασχόληση, οι αυξήσεις στις μέσες αποδοχές κυμαίνονται από 12% έως 46% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2019, τη στιγμή που οι εργαζόμενοι που απασχολούνται με σύμβαση πλήρους απασχόλησης σήμερα λαμβάνουν 1.433 ευρώ κατά μέσο όρο.
Παράλληλα, το υπουργείο Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης διαβεβαιώνει ότι θα τηρηθεί στο ακέραιο η κυβερνητική δέσμευση για κατώτατο μισθό στα 950 ευρώ και μέσο μισθό στα 1.500 ευρώ, μέχρι το 2027, ενώ θα ενσωματώσει στο εθνικό δίκαιο ευρωπαϊκή οδηγία, με βάση την οποία, από εδώ και στο εξής, δεν θα επιτρέπονται μειώσεις, παρά μόνο αυξήσεις του κατώτατου μισθού.
Με βάση τα διαθέσιμα στοιχεία, τον Σεπτέμβριο του 2024, απασχολήθηκαν 2.830.818 εργαζόμενοι με συμβάσεις μισθωτής εργασίας (πλήρους, μερικής και εκ περιτροπής), με μέσο μισθό ανά εργαζόμενο στα 1.252 ευρώ (συνολικά για συμβάσεις πλήρους και μερικής απασχόλησης). Σημειώνεται ότι τα ποσά είναι μικτά.
Από τη σύγκριση των στοιχείων του Π.Σ. «ΕΡΓΑΝΗ» για τον Σεπτέμβριο του 2024 σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2019 προκύπτει ότι οι αποδοχές αυξήθηκαν συνολικά, ενώ μεγάλο μέρος της αύξησης των μισθών επηρεάζεται από την αύξηση του κατώτατου μισθού.
Πιο αναλυτικά:
- Τα «σκήπτρα» στις αυξήσεις μισθών κρατά ο κλάδος της εστίασης, ο οποίος κατέγραψε άνοδο των μέσων αποδοχών κατά 46% τον Σεπτέμβριο του 2024 έναντι του Σεπτεμβρίου του 2019.
- Ακολουθούν οι δραστηριότητες ενοικίασης και εκμίσθωσης με 35% αύξηση, ενώ ανοδική πορεία της τάξης του 34% σημείωσαν οι μέσοι μισθοί στους κλάδους παροχής υπηρεσιών σε κτήρια και εξωτερικούς χώρους, νομικών και λογιστικών δραστηριοτήτων και παροχής προσωπικών υπηρεσιών (π.χ. κουρεία, κομμωτήρια, καθαριστήρια, κέντρα περιποίησης).
- Στα 1.120 ευρώ διαμορφώθηκαν οι μέσες αποδοχές στον κλάδο επισκευής μηχανοκίνητων οχημάτων και μοτοσικλετών τον Σεπτέμβριο της τρέχουσας χρονιάς από 848 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019, παρουσιάζοντας αύξηση κατά 32%.
- Το 30% άγγιξε η αύξηση των μέσων μισθών στο λιανικό εμπόριο, φτάνοντας τα 952 ευρώ σε σχέση με τα 732 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019.
- Αυξητική ποσοστιαία μεταβολή κατά 29% εμφάνισαν οι μέσες αποδοχές στον κλάδο δραστηριοτήτων κεντρικών γραφείων και δραστηριοτήτων παροχής συμβουλών διαχείρισης, με τον μέσο μισθό να ανέρχεται σε 1.556 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2024 σε σύγκριση με τα 1.203 ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2019.
- Στα 1.045 ευρώ αυξήθηκαν οι μέσες αποδοχές στον κλάδο των εξειδικευμένων κατασκευαστικών δραστηριοτήτων από 818 ευρώ, που ήταν τον Σεπτέμβριο του 2019, σημειώνοντας αύξηση κατά 28%.
- Άνοδο των μέσων αποδοχών κατά 23% βλέπουν και οι εργαζόμενοι στους κλάδους της βιομηχανίας τροφίμων και του προγραμματισμού ηλεκτρονικών υπολογιστών & παροχής συμβουλών, με τους μέσους μισθούς να ανέρχονται σε 1.120 ευρώ και 2.186 ευρώ αντίστοιχα.
- Το 22% έφτασε η αύξηση των μέσων αποδοχών στο χονδρικό εμπόριο, με τον μέσο μισθό να διαμορφώνεται σε 1.349 ευρώ τον τρέχοντα μήνα, ενώ σε 1.161 ευρώ ανέρχεται ο μέσος μισθός στον κλάδο των καταλυμάτων, με αυξητική ποσοστιαία μεταβολή κατά 21% σε σχέση με τον Σεπτέμβριο του 2019.