Η εικόνα στην ελληνική αγορά παραμένει σύνθετη και τα μηνύματα διφορούμενα, καθώς η απήχηση για την ώρα και η υιοθέτηση του ΑΙ κινείται σε λογικά επίπεδα, και όχι σε τόσο υψηλά όσο τουλάχιστον θα φαντάζονταν κανείς με όσα διαβάζει και ακούει. Τι δείχνουν τελευταίες έρευνες:
Είναι γεγονός πως μόλις το 25,4% των επιχειρήσεων δηλώνει ότι έχει έστω και κάποια εμπειρία ή επαφή με την τεχνητή νοημοσύνη (ΑΙ). Οι υπόλοιπες είτε δεν έχουν ξεκινήσει (18,5%), είτε δεν σχεδιάζουν καμία δράση για το επόμενο έτος (55,1%).
Αυτό καταγράφει η τελευταία μελέτη του ΣΕΒ που καταγράφει την μεγαλύτερη εικόνα στο επιχειρείν της χώρας, επιβεβαιώνοντας πως υπάρχει ανάγκη της αξιοποίησής του ΑΙ ως παράγοντα ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων.
Σύμφωνα με τα στοιχεία, οι βασικοί τομείς στους οποίους γίνεται ήδη ή σχεδιάζεται η χρήση ΑΙ περιλαμβάνουν: Μάρκετινγκ & Πωλήσεις: 56,3%, Εσωτερικές λειτουργίες: 50,4%, ΙΤ (Πληροφορική): 35,5%
Την ίδια ώρα, οι διοικήσεις των ελληνικών επιχειρήσεων δεν νιώθουν και τόσο άνετα με το πόσο έτοιμο είναι το ανθρώπινο δυναμικό να καλύψει τις ανάγκες της επιχείρησης σε ΑΙ την επόμενη τριετία. Για την ακρίβεια, ένα 34,5% αξιολογεί την ετοιμότητα ισχυρή ή επαρκή, ενώ ένα ποσοστό 58,9% θεωρεί πως είναι περιορισμένη ή ακόμη και ανεπαρκή
Δεν λείπουν βέβαια και φόβοι που αναδύονται από αυτή την ιστορία μιας και τα σημαντικότερα ρίσκα – κατά την άποψη των εταιρειών είναι η απώλεια ευαίσθητων πληροφοριών / δεδομένων κατά 36,6%.
Σημαντικό είναι το γεγονός ότι αρκετοί πιστεύουν (26,9%) πως μπορούν να λάβουν λανθασμένες αποφάσεις βάσει των συστάσεων που θα κάνει η Τεχνητή Νοημοσύνη.
Πάντως από την άλλη πλευρά, οι αναμενόμενες ωφέλειες από την αξιοποίηση της Τεχνητής Νοημοσύνης, σύμφωνα με τις επιχειρήσεις που έχουν ήδη ή σχεδιάζουν να την υιοθετήσουν στις εργασίες τους είναι:
- Καλύτερη αξιοποίηση δεδομένων: 68,4%
- Μείωση ανθρώπινων σφαλμάτων: 65,1%
- Βελτιστοποίηση των διαδικασιών: 63,8%
- Ταχύτερες και ποιοτικότερες αποφάσεις: 59,5%
- Αυξημένη παραγωγικότητα: 57,2%
- Αύξηση της ικανοποίησης των πελατών: 54,5%
- Οι μεγαλύτερες προκλήσεις για την υιοθέτηση ΑΙ είναι:
- Έλλειψη κατάλληλου ανθρώπινου δυναμικού: 39,8%
- Συμβατότητα AI με υφιστάμενες υποδομές ΙΤ: 30,5%
- Περιορισμένη συνάφεια με το αντικείμενο της επιχείρησης: 29,9%
- Διαθεσιμότητα & ποιότητα δεδομένων: 29,2%
- Κυβερνοασφάλεια: 29,0%
Έρευνα Randstad: H στάση των επιχειρήσεων απέναντι στο AI
Ενδιαφέροντα στοιχεία αποτυπώνονται και στην πρόσφατη έρευνα της Randstad: Το 27% των εταιρειών δηλώνει ότι ήδη αξιοποιεί την τεχνητή νοημοσύνη και σκοπεύει να επεκτείνει τη χρήση της, ενώ, επιπλέον, το 29% εμφανίζεται θετικό απέναντι της, αλλά περιορίζει την εφαρμογή της σε συγκεκριμένους τομείς, παρουσιάζοντας ελαφρά μείωση από το 32% το 2024.
Το ποσοστό των εταιρειών που δεν έχουν ακόμη διαμορφώσει σαφή άποψη μειώνεται από 38% σε 33%, γεγονός που δείχνει ότι όλο και περισσότερες επιχειρήσεις προχωρούν σταδιακά προς πιο ώριμες τοποθετήσεις, ενώ μόλις το 10% δηλώνει ότι δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει AI στο μέλλον, ποσοστό αυξημένο σε σχέση με το 4% του 2024.
Τεχνολογία, αυτοματοποίηση, marketing στο επίκεντρο
Το 2025, η τεχνητή νοημοσύνη χρησιμοποιείται κατά κύριο λόγο στον τομέα της τεχνολογίας (59%), ενισχύοντας την αυτοματοποίηση και την αποδοτικότητα των συστημάτων. Ακολουθεί ο τομέας του marketing, με το 34% των επιχειρήσεων να προβλέπει αυξημένη χρήση της, καθώς και η διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού (33%), με έμφαση στις διαδικασίες πρόσληψης και αξιολόγησης προσωπικού.
Δεν απειλεί τις θέσεις εργασίας
Παρά τη σταθερή υιοθέτηση, η πλειοψηφία των εταιρειών (60%) δεν αναμένει ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα μειώσει σημαντικά τις διαθέσιμες θέσεις εργασίας τα επόμενα τρία χρόνια. Αντιθέτως, εκτιμάται ότι η ευρεία υιοθέτηση της τεχνητής νοημοσύνης θα επιταχύνει (58%) και θα αυτοματοποιήσει (52%) την εκτέλεση ορισμένων δραστηριοτήτων, ενισχύοντας ταυτόχρονα την παραγωγικότητα των εργαζομένων (41%).
Ωστόσο, αναδεικνύονται και σημαντικές προκλήσεις, όπως η δυσκολία εύρεσης εξειδικευμένου προσωπικού (54%), καθώς και ζητήματα που αφορούν την προστασία των δεδομένων (42%) και τη διασφάλιση της εμπιστευτικότητας (35%).