Φορολογικά

Ευρωπαϊκό Δικαστήριο – Oδηγίες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος χρήματος

Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) εξέδωσε εχθές μια σημαντική απόφαση (C‑509/23) που αποσαφηνίζει τις υποχρεώσεις των παρόχων υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών στην καταπολέμηση της νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες (ξέπλυμα χρήματος) και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας. 

Η απόφαση, η οποία αφορά προδικαστική παραπομπή από δικαστήριο της Λεττονίας, θέτει συγκεκριμένα κριτήρια για τον εντοπισμό «πολιτικώς εκτεθειμένων προσώπων» και των «στενών συνεργατών» τους, ενώ παράλληλα καθορίζει το πλαίσιο ανταλλαγής πληροφοριών εντός ομίλων εταιρειών.

Η υπόθεση

Η απόφαση προέκυψε από μια διαμάχη στη Λεττονία, όπου η εταιρία τυχερών παιγνίων Laimz τιμωρήθηκε με πρόστιμο 52.263,90 ευρώ από την εποπτική αρχή για παραβάσεις των κανόνων κατά του ξεπλύματος χρήματος.

Η Laimz ανήκει στον ίδιο όμιλο με την εταιρία Optibet και είχε χρησιμοποιήσει πληροφορίες που της έδωσε η Optibet για έναν πελάτη που είχε μεταφερθεί από τη μία εταιρία στην άλλη. Η εποπτική αρχή θεώρησε ότι αυτό δεν ήταν επαρκές και ότι η Laimz έπρεπε να κάνει τους δικούς της ανεξάρτητους ελέγχους.

Τα βασικά προδικαστικά ερωτήματα που απάντησε το Δικαστήριο

1)  Έχει το άρθρο 3, σημείο 11, στοιχείο αʹ, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι ένα πρόσωπο μπορεί να θεωρηθεί στενός συνεργάτης πολιτικώς εκτεθειμένου προσώπου, για τον μόνο λόγο ότι τα πρόσωπα είναι μέλη της ίδιας ένωσης, χωρίς να αξιολογηθεί καμία άλλη περίσταση;

2)  Έχει το [άρθρο 3, σημείο 9] της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι, προκειμένου να διαπιστωθεί αν ένα πρόσωπο είναι πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο, είναι απαραίτητο να εξακριβωθεί εάν στο πρόσωπο αυτό έχει ανατεθεί κάποιο από τα λειτουργήματα που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο, και, επιπλέον, να διερευνηθεί και να επαληθευθεί ότι πρόκειται για σημαντικό λειτούργημα, και όχι για ενδιάμεση ή χαμηλή θέση της υπαλληλικής ιεραρχίας;

3 Έχει το άρθρο 45, παράγραφος 1, της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με την παράγραφο 8 του ίδιου άρθρου, την έννοια ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν στις υπόχρεες οντότητες του άρθρου 2, παράγραφος 1, της ως άνω οδηγίας, οι οποίες θεωρούνται εταιρίες του ίδιου ομίλου, την ανταλλαγή πληροφοριών, ακόμη και με τη σύναψη συμφωνιών για τον διαμοιρασμό των πληροφοριών και με τη διασφάλιση της αμοιβαίας επικοινωνίας και της δυνατότητας συνεκτίμησης του περιεχομένου των πληροφοριών, προκειμένου να επιτευχθούν οι στόχοι της οδηγίας 2015/849;

4) Παρέχει, επιπλέον, το άρθρο 45, παράγραφοι 1 και 8, της οδηγίας 2015/849, σε συνδυασμό με το άρθρο 3, σημεία 12 και 15, της ίδιας οδηγίας, τη δυνατότητα να χρησιμοποιηθούν τέτοιου είδους πληροφορίες ή αποφάσεις και να εφαρμοστούν σε διάφορες εταιρίες που ανήκουν στον ίδιο όμιλο, σε περιπτώσεις αποφάσεων που ελήφθησαν από ανώτερο διοικητικό στέλεχος εταιρίας που ανήκει στον όμιλο αυτόν;

5)  Έχει το άρθρο 14, παράγραφος 5, σε συνδυασμό με το άρθρο 8, παράγραφος 2, της οδηγίας 2015/849, την έννοια ότι οι υπόχρεες οντότητες δεν υποχρεούνται να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς υφιστάμενους εμπορικούς πελάτες, εφόσον δεν έχει παρέλθει η προθεσμία που προβλέπεται από την εθνική νομοθεσία, ούτε και η προθεσμία για τις διαδικασίες του συστήματος εσωτερικού ελέγχου σχετικά με την εφαρμογή επαναλαμβανόμενων μέτρων δέουσας επιμέλειας, και επιπλέον η υπόχρεη οντότητα δεν γνωρίζει τις νέες περιστάσεις που θα μπορούσαν να επηρεάσουν την εκτίμηση του κινδύνου ως προς συγκεκριμένο πελάτη;

6) Πρέπει να ερμηνευθεί η υποχρέωση που επιβάλλεται από το άρθρο 11, στοιχείο δʹ, της οδηγίας 2015/849, στις υπόχρεες οντότητες να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη, είτε κατά την είσπραξη των κερδών, την κατάθεση του στοιχήματος ή και στις δύο περιπτώσεις, όταν πραγματοποιείται συναλλαγή που ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 2 000 ευρώ, είτε η συναλλαγή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη ή με περισσότερες της μιας πράξεις που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, υπό την έννοια ότι πρέπει να εφαρμόζονται τα μέτρα αυτά κάθε φορά που το συνολικό ποσό της συναλλαγής υπερβαίνει το ποσό των 2 000 ευρώ, ανεξαρτήτως του χρονικού διαστήματος που μεσολαβεί μέχρι την επόμενη συναλλαγή που υπερβαίνει το προβλεπόμενο από την προαναφερθείσα διάταξη ποσό των 2 000 ευρώ;

Βασικά σημεία της απόφασης:

– Ορισμός «Στενού Συνεργάτη Πολιτικώς Εκτεθειμένου Προσώπου».

Το Δικαστήριο διευκρίνισε ότι η απλή συμμετοχή σε ένα εκτελεστικό όργανο της ίδιας ένωσης με ένα πολιτικώς εκτεθειμένο πρόσωπο δεν αρκεί για να χαρακτηριστεί κάποιος ως «στενός συνεργάτης». Απαιτείται μια εξατομικευμένη αξιολόγηση όλων των περιστάσεων για να διαπιστωθεί αν υπάρχει στενή επιχειρηματική σχέση που ενέχει κίνδυνο νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες. Η συμμετοχή στην ίδια ένωση αποτελεί μεν ένα κρίσιμο στοιχείο, αλλά όχι το μοναδικό.

– Ανταλλαγή Πληροφοριών εντός Ομίλου. Το ΔΕΕ έκρινε ότι τα κράτη μέλη οφείλουν να επιτρέπουν την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ εταιρειών που ανήκουν στον ίδιο όμιλο για τους σκοπούς της καταπολέμησης του ξεπλύματος χρήματος. Ωστόσο, η ανταλλαγή πληροφοριών δεν απαλλάσσει την κάθε εταιρεία από την ατομική της ευθύνη να ασκεί τη δέουσα επιμέλεια ως προς τον πελάτη της. Μια εταιρεία δεν μπορεί να εφαρμόζει αυτόματα αποφάσεις που έχουν ληφθεί από άλλη εταιρεία του ομίλου χωρίς να προβεί σε δική της εκτίμηση των κινδύνων.

– Συνεχής Εποπτεία Πελατών. Όσον αφορά τους υφιστάμενους πελάτες, οι υπόχρεες οντότητες δεν είναι υποχρεωμένες να εφαρμόζουν εκ νέου μέτρα δέουσας επιμέλειας εάν δεν έχουν παρέλθει οι προβλεπόμενες προθεσμίες και δεν έχουν περιέλθει σε γνώση τους νέες περιστάσεις που επηρεάζουν την εκτίμηση του κινδύνου. Ωστόσο, αυτό ισχύει υπό την προϋπόθεση ότι η μη ανεύρεση τέτοιων νέων περιστάσεων δεν οφείλεται σε ανεπάρκειες στην άσκηση της συνεχούς εποπτείας.

– Όριο Συναλλαγών για Παρόχους Τυχερών Παιχνιδιών. Το Δικαστήριο επιβεβαίωσε ότι οι πάροχοι υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών οφείλουν να εφαρμόζουν μέτρα δέουσας επιμέλειας κάθε φορά που το ποσό μιας συναλλαγής (είσπραξη κερδών, κατάθεση στοιχήματος ή συνδυασμός) είναι ίσο ή μεγαλύτερο των 2.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το αν η συναλλαγή γίνεται σε μία ή περισσότερες συνδεδεμένες πράξεις.